της Χριστίνας Μέρκου, Συντονίστριας της Ομάδας Διεθνούς Δικαίου
Oι εξαναγκαστικές εξαφανίσεις συχνά αποτελούν ένα πολιτικό κυρίως έγκλημα με στόχο την αποσιώπηση μαρτύρων, την αντιμετώπιση των αντιφρονούντων, την πρόκληση φόβου στον πληθυσμό ώστε να επιτευχθεί η μεγαλύτερη συμμόρφωση των πολιτών. Συναντάται κυρίως -αν και όχι μόνο- σε απολυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, και βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της διεθνούς κοινωνίας από το ‘70 εξαιτίας των αναφορών του Antonio Cassese στην Υπο-επιτροπή για την πρόληψη των διακρίσεων και την προστασία των Μειονοτήτων στον αριθμό των εξαφανισθέντων στην Αργεντινή. Ωστόσο πραγματική ώθηση στο ζήτημα έδωσαν οι περιπτώσεις της Χιλής και της Κύπρου, το 1978, όποτε και τα ΗΕ, δημιούργησαν αντίστοιχα όργανα διερεύνησης (CMP στην Κύπρο και ICMP για τη Χιλή), υιοθετώντας και σχετικό Ψήφισμα (UNGA Res 173, 1978) (Brody Reed, Gonzalez Felipe, 1997).
Σημεία σταθμός για την εξέλιξη στη διεθνή προστασία των θυμάτων εξαναγκαστικής εξαφάνισης υπήρξαν αρχικά η σχετική Διακήρυξη του 1992 των ΗΕ, και κυρίως η υιοθέτηση της Σύμβασης του 2010 με την αντίστοιχη Επιτροπή, ενώ είχε προηγηθεί το ‘86 η δημιουργία της Ομάδος Εργασίας για την προστασία των ατόμων από εξαναγκαστική και ακούσια εξαφάνιση. Να σημειωθεί πως η δημιουργία της Ομάδος αρχικώς θεωρείτο αρκετή για την αντιμετώπιση του ζητήματος, ο αριθμός ωστόσο των αναφορών που δεχόταν η Ομάδα και η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αυξανόταν συνεχώς αποδεικνύοντας το αντίθετο (Νάσκου Περράκη, 2019). Το έργο που έχουν επιτελέσει αυτά τα όργανα είναι μεγάλο, με το Ανώτατο Δικαστήριο του Μεξικό να αναγνωρίζει μάλιστα τη δεσμευτικότητα των μέτρων “επείγουσας δράσης” της Επιτροπής της Σύμβασης (για περισσότερα δες Citroni G, 2021). Σε περιφερειακό επίπεδο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η Διαμερικανική Σύμβαση για τις Εξαναγκαστικές Εξαφανίσεις του 1994. Βέβαια κανείς, αναλογιζόμενος την πορεία αυτών των κειμένων, δύναται να καταλήξει σε δύο συμπεράσματα: πως πρώτον η διαδικασία υιοθέτησής τους ήταν χρονοβόρα και δεύτερον πως σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η ανάδειξη και η σύγκριση της πρακτικής των δύο (κυρίως) δικαιοδοτικών μηχανισμών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Αμερικανικής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχουν συμβάλει τα μέγιστα στο πλαίσιο της προστασίας των θυμάτων, των συγγενών τους και ακόμη και των κοινωνιών τους.
Η δικαιοδοσία ratione temporis, το ζήτημα της έρευνας και το βάρος της αποδείξεως
Σύμφωνα με Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣοΕ) του 2016 για αγνοούμενους και θύματα εξαναγκαστικών εξαφανίσεων στην Ευρώπη, εντοπίζονται οι εξής περιοχές ενδιαφέροντος επί του θέματος: Κύπρος, Ρωσία, Ουκρανία, Δυτικά Βαλκάνια, ΝΑ Τουρκία, Β. Ιρλανδία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν και Γεωργία λόγω φιλονικούμενων περιοχών και του γενικότερου κλίματος εντάσεων (CoE, Citroni G., Issue Paper, 2016). Σχετικά με την προσέγγιση που ακολουθεί το ΕΔΔΑ, συνήθως η ανάλυση αυτών των υποθέσεων γίνεται υπό το πρίσμα των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπής ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), 8 (σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ (CoE, Citroni G., Issue Paper, 2016). Παρατηρείται επίσης πως το ΕΔΔΑ, συχνά, εξετάζει ένα τεράστιο πλήθος σχετικών πληροφοριών για να καταλήξει πως όταν το θύμα εθεάθη, για τελευταία φορά σε συνθήκες απειλητικές για τη ζωή του, και παρεμβαίνει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τότε τεκμαίρεται πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 (ECHR, Bazorkina v Russia, 2006).
Παράλληλα εξετάζεται και η διαδικαστική πλευρά των άρθρων 2 και 3, αναφορικά με τις έρευνες που πρέπει να διεξάγονται από τις κρατικές αρμόδιες αρχές σε τέτοιες περιπτώσεις. Η υποχρέωση διερεύνησης από το κράτος προκύπτει από τον ίδιο το συνεχιζόμενο χαρακτήρα του εγκλήματος, τις συνέπειες του, την ανάγκη δίωξης των υπευθύνων και την υποχρέωση εύρεσης του θύματος (Galvis Patiño Μ., C, 2020) . Πιο συγκεκριμένα ακόμη και στις περιπτώσεις που βρεθεί το πτώμα του θύματος ή ακόμη κι αν υπάρχουν μόνο υποψίες για το θάνατό του, το κράτος οφείλει να συνεχίσει την έρευνα (ECHR, Varnavas and others v Turkey, 2009), όπως στην περίπτωση της υπόθεσης Βαρνάβας και άλλοι κατά Τουρκίας, όπου είχε παρέλθει ένα διάστημα τριανταπέντε χρόνων κι ήταν λογικό να διαπιστωθεί ο θάνατος των αγνοουμένων. Οι υποθέσεις γενικώς της Κύπρου, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον η Τουρκία έχει καταδικαστεί ως υπεύθυνη για συνεχιζόμενη παραβίαση, της διαδικαστικής αυτής υποχρέωσης εξαιτίας της αναποτελεσματικής διερεύνησης των περιστατικών εξαφάνισης των Ελληνοκυπρίων που βρίσκονταν σύμφωνα με τα στοιχεία υπό κράτηση (ECHR, Cyprus v Turkey, 2001). Ωστόσο όπως διαφαίνεται και από την περίπτωση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, το ΕΔΔΑ, πάντοτε εξετάζει ακόμη και την υποχρέωση έρευνας με βάση και την κατάσταση που επικρατεί σε μία χώρα, μη θέλοντας να “επιβάλλει ένα αδύνατο ή δυσανάλογο βάρος στις αρχές” αναφορικά με αυτήν. (ECHR, Palic v Bosnia Herzegovina, 2011). Άλλωστε το ΕΔΔΑ έχει τονίσει πως σε τέτοιες “ιστορικές υποθέσεις’’, το standard της ερευνητικής διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται, είναι διαφορετικό από τις τωρινές υποθέσεις, θεωρώντας πως η αποτελεσματικότητα της έρευνας δεν συνδέεται με την υποχρέωση αυτή καθεαυτή (ECHR, Janowiec v Russia, 2013) .
Γενικώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως οι υποθέσεις που αφορούν εξαναγκαστικές εξαφανίσεις ατόμων είναι αρκετά περίπλοκες, με αποτέλεσμα και όταν προσφεύγουν -οι συγγενείς συνήθως- ενώπιων περιφερειακών δικαιοδοτικών ή και διεθνών οιονεί δικαιοδοτικών οργάνων να προκύπτουν αρκετά εμπόδια. Ένα πρώτο θέμα, είναι πως μπορεί οι περιστάσεις και η γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του εξαφανισθέντος να είναι τέτοια που να μην επιτρέπει την άμεση προσφυγή στη δικαιοσύνη. Η ΕΣΔΑ συγκεκριμένα με το άρθρο 35(1) (ECHR,1950) θέτει ένα τετράμηνο (πλέον με την υιοθέτηση του 15ου Πρωτοκόλλου) όριο για την κατάθεση προσφυγών, υπό την προϋπόθεση βεβαίως της εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων. Παρά ταύτα, αναγνωρίζοντας τη δυσκολία σε περιπτώσεις όπως αυτή της Απόφασης Βαρνάβας και άλλοι κατά Τουρκίας, και ιδίως σε περιπτώσεις που έπονται διεθνών συρράξεων, οι συγγενείς δύναται να καταθέσουν έστω κι αρκετά χρόνια αργότερα σχετική προσφυγή, με ανώτατο όριο ωστόσο τα δέκα χρόνια, αποδεικνύοντας παράλληλα το λόγο της καθυστέρησης τους (ECHR, Varnavas and others v Turkey, 2009).
Ένα ακόμη θέμα που ενδέχεται να προκύψει ενώπιον του ΕΔΔΑ είναι και αυτό της δικαιοδοσίας ratione temporis, όπως έχει φανεί σε αρκετές περιπτώσεις υποθέσεων όπου τα εγκλήματα έλαβαν χώρα πριν απο τη θέση σε ισχύ της ΕΣΔΑ (πχ Palic v Bosnia Herzegovina, Janowiec and others v Russia). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προσφυγές κατά της Ισπανίας για την περίοδο δικτατορίας του Franco, που απορρίφθηκαν όλες (όπως για παράδειγμα η Antonio Gutierrez Dorado and Carmen Dorado Ortiz του 2012) εφόσον εξέλειπε ο αναγκαίος χρονικός σύνδεσμος μεταξύ των παραβιάσεων και της θέσεως σε ισχύ της ΕΣΔΑ (CoE, Citroni G., Issue Paper, 2016). Βεβαίως το θέμα της διερεύνησης των περιστατικών αυτών είναι διαφορετικό και η υποχρέωση διεξαγωγής τους εξακολουθεί να ισχύει ακόμη κι αν το έγκλημα τελέσθηκε πριν τη θέση σε ισχύ της EΣΔΑ (ECHR, Silih v Slovenia, 2009). H Απόφαση Silih κατά Σλοβενίας υπήρξε ορόσημο σε αυτό το ζήτημα, θέτοντας τα λεγόμενα Silih κριτήρια (α. εξέταση της διαδικαστικής υποχρέωσης κράτους, β. αποτελεσματικότητα της έρευνας και γ. των διαδικασιών για την διεξαγωγή των ερευνών) για την εξέταση τέτοιων προσφυγών. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Βαρνάβας και άλλοι, δεν εφάρμοσε ωστόσο τα κριτήρια Silih θεωρώντας πως αφορούν μόνο περιπτώσεις θανάτων, έχοντας κάνει προηγουμένως διάκριση μεταξύ των διαδικαστικών υποχρεώσεων σε περιπτώσεις θανάτων και εξαφανίσεων (ECHR, Varnavas and others v Turkey, 2009). Αντίθετα στη Janowiec εφάρμοσε τα κριτήρια της Silih (Heri, C., 2014), χωρίς να εξηγήσει πλήρως, αν και είχε αναγνωρίσει πως υπήρχε η πιθανότητα να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις για το “γνήσιο δεσμό’’ μεταξύ της ΕΣΔΑ και του συμβάντος στην υπόθεση Janowiec (ECHR, Janowiec and others v Russia, 2013)..
Παρά ταύτα ακόμη και αν δεν πληρούνται τα ανωτέρω κριτήρια ενδέχεται να έχει δικαιοδοσία το Δικαστήριο, στην περίπτωση που οι τελεσθείσες πράξεις είναι τέτοιας βαρύτητας που να ισοδυναμούν με άρνηση των αρχών της ΕΣΔΑ, αν και σε αυτήν την περίπτωση τα γεγονότα δε πρέπει να έχουν λάβει χώρα πριν την υιοθέτηση της ΕΣΔΑ (ECHR, Janowiec and others v Russia, 2013). Τέλος σχετικά με τους νόμους αμνήστευσης το ΕΔΔΑ, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις το κρίνει ως μέτρο συμφιλίωσης, παρά ταύτα θεωρείται ότι αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις των άρθρων 2 και 3 (ECHR, Marguš v Croatia, 2014).
Αντίστοιχα οι πρώτες υποθέσεις στο Διαμερικανικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΔιΑΔΔΑ) αφορούσαν την Ονδούρα (Claude O., 2010). Στο σημείο αυτό, συγκρίνοντας την πρακτική του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Επιτροπής, εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως έχει υιοθετήσει μία πιο πιο διευρυμένη ερμηνεία αναφορικά με τη δικαιοδοσία ratione temporis. Στην απόφαση Moiwana Community του 2005 (IACtHR, Moiwana Community v Suriname, 2005), ανέφερε πως η παραβίαση των δικαιωμάτων των θυμάτων, υφίσταται μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση, ενώ το 2012 τόνισε πως δύναται να εξετάσει και “συνεχιζόμενες ή μόνιμες’’ παραβιάσεις δικαιωμάτων ακόμη και πριν τη θέση σε ισχύ της Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΑΣΔΑ) (IACtHR, Rio Negro Massacres v Guatemala, 2012). Μάλιστα σε πρόσφατη Απόφασή του (IACtHR, Terrones Silva and others v Peru, 2018) το ΔιΑΔΔΑ τόνισε την εφαρμογή της Διαμερικανικής Σύμβασης ασχέτως της θέσεως της σε ισχύ εξαιτίας του συνεχιζόμενου χαρακτήρα του εγκλήματος. Αντίστοιχα η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των ΗΕ (ΕΑΔ/ΗΕ), το 2005, που παρά την αναγνώριση σε εθνικό επίπεδο της συνεχιζόμενης φύσης του εγκλήματος, δεν αποδέχθηκε με βάση τη δικαιοδοσία ratione temporis την αναφορά κατά της Χιλής (HRC, Υurich v Chile, 2005). Ωστόσο στην πρόσφατη πρακτική της (όπως η Andrei Sviridov κατά Καζακστάν του 2017) η Επιτροπή ανέφερε πως εφόσον η πράξη συνεχίζεται ή εξακολουθεί να έχει συνέπειες, τότε υφίσταται παραβίαση της Σύμβασης (Galvis Patiño Μ., C, 2020).
Ακόμη σε υποθέσεις εξαφανίσεων ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ποιος φέρει το βάρος της απόδειξης, επειδή ακριβώς συχνά οι κυβερνήσεις κι άλλοι εμπλεκόμενοι καταστρέφουν τα αποδεικτικά στοιχεία ( Βuergenthal T., 1991). Κατ’αρχήν σύμφωνα με το ΔιΑΔΔΑ, το βάρος της απόδειξης (IACtHR, Velasquez Rodriguez v. Honduras, 2012) , αναφέρει, πως η απόδειξη συστηματικής κρατικής πρακτικής συγκάλυψης στοιχείων ή τουλάχιστον ανοχής βαραίνει τους προσφεύγοντες. Ωστόσο, στην Απόφαση Godinez Cruz, το ΔιΑΔΔΑ , αναγκάστηκε, ελλείψει συνεργασίας από την Ονδούρα , να καταλήξει με τα στοιχεία που είχε σε απόφαση (IACtHR, Godinez and Cruz v Honduras,1989). Γενικότερα παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει τη δυσκολία συλλογής των κατάλληλων στοιχείων από τους αιτούντες, έχει παρατηρηθεί μία διστακτική αλλά σταδιακή αλλαγή ως προς το βάρος της απόδειξης αρχικά με την υπόθεση Bamaca-Velasquez (IACtHR, Bamaca Velasquez v Guatemala, 2000). Η πραγματική διαφορά έγινε με τη Gomez-Palomino, αν και δεν έγινε πλήρης αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως, (IACtHR, Gomez Palomino v Peru, 2005) όπου το ΔιΑΔΔΑ, ξεκάθαρα υποστήριξε πως έγκειται στο κράτος να παράσχει τις απαραίτητες αποδείξεις που μόνο με τη συνεργασία του μπορούν να αποκτηθούν. Αντιθέτως το ΕΔΔΑ, στην Απόφαση Tomasi (ECHR, Tomasi v France , 1992), αντέστρεψε το βάρος της απόδειξης στο κράτος όταν ένα άτομο που κρατείται, βρεθεί τραυματισμένο, ακολουθώντας την ίδια λογική και σε υποθέσεις εξαφανίσεων (Claude O., 2010). Στις αποφάσεις κατά της Τουρκίας του 2005, μάλιστα αναπτύσσοντας το συλλογισμό του, (ECHR, Akkum and others v Turkey, 2005), ανέφερε πως αρκεί ο/η αιτών/ούσα, να στηρίξουν prima facie προσφυγή, ώστε να αντιστρέψει το βάρος της απόδειξης στο κράτος (Chevalier-Watts, 2010). Για να στηριχθεί prima facie προσφυγή, πρέπει η κυβέρνηση να μην αρνηθεί ότι το θύμα είχε κρατηθεί, να έχει θεαθεί τελευταία φορά σε καταστάσεις επικίνδυνες για τη ζωή, να μην έχει δώσει σημεία ζωής κι η κυβέρνηση να μη δώσει πιθανές εξηγήσεις για την κατάσταση του/της (Bazorkina v Russia, 2006). Συμπερασματικά, είναι πολύ δύσκολο να αντιστραφεί υπό αυτές τις προϋποθέσεις το βάρος της απόδειξης ενώπιον του ΕΔΔΑ έστω και με την εφαρμογή πιο ελαστικών κριτηρίων (Claude, O., 2010). Μία ακόμη διαφορά μεταξύ των δύο οργάνων, αναφορικά με το θέμα της απόδειξης είναι ότι κατά το ΔιΑΔΔΑ πρέπει να υφίσταται μία κρατική πρακτική εξαφανίσεων ή ανοχή τους εν αντιθέσει με το ΕΔΔΑ (Keller, H., Heri C., 2014).
Τα δικαιώματα των συγγενών και η δυνατότητα παραβίασή τους στις υποθέσεις εξαναγκαστικών εξαφανίσεων
Πρέπει να τονιστεί πως στις υποθέσεις εξαφανίσεων, οι συγγενείς τους θεωρούνται από τα δικαιοδοτικά όργανα, ως άμεσα θύματα των παραβιάσεων και ως τέτοια έχουν δικαίωμα σε επανόρθωση (Fulton S., 2013). Μάλιστα η Ομάδα Εργασίας για τις Εξαναγκαστικές Εξαφανίσεις, στο Γενικό Σχόλιο υπ’ αριθμόν 12, τόνισε την αναγκαιότητα να ληφθεί υπόψη η έμφυλη διάσταση των συγγενών θυμάτων , όπως αντίστοιχα και η Επιτροπή της Σύμβασης σε Συνεδρίασή της, το 2012 (Baranowska G, 2016). Είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε και την ΕΔΑ/ΗΕ στη Schedko, η οποία αναφέρθηκε στην καταπάτηση δικαιωμάτων των συγγενών, λόγω της άρνησης παροχής πληροφοριών για τους τόπους ταφής και των λόγων εκτελέσεως τους (HRC, Schedko v Belarus, 1999). Συνήθως οι συγγενείς νοούνται ως θύματα παραβίασης της απαγόρευσης σε βασανιστήρια, απάνθρωπη κι εξευτελιστική μεταχείριση. Αυτή η παραβίαση βασίζεται στο γεγονός πως η εξαφάνιση αυτή του αγαπημένου τους προσώπου τους δημιουργεί μία έντονη συναισθηματική και σωματική σε αρκετές περιπτώσεις κατάσταση, πέραν της απλής ψυχικής αναταραχής, που έγκειται σε απάνθρωπη μεταχείριση (Murray A., 2013). Ωστόσο, επειδή ακριβώς μιλάμε για παραβίαση δικαιωμάτων των ίδιων των συγγενών, και τα δύο δικαιοδοτικά όργανα έχουν αναπτύξει ευρεία νομολογία σχετικά με ποιανών προσώπων τα δικαιώματα καταπατώνται. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔιΑΔΔΑ , μπορούμε να καταλήξουμε σε τρία κριτήρια για τη στοιχειοθέτηση παραβιάσεως των δικαιωμάτων των συγγενών (ECHR, Janowiec and others v Russia, 2013):
1.η φύση της σχέσης μεταξύ συγγενή και θύματος
2.η προσπάθεια εξεύρεση του θύματος από τους συγγενείς
3.η ανεπαρκής ανταπόκριση από το κράτος.
Σε αυτό το σημείο υφίσταται μία πρώτη διαφορά, εφόσον το ΔιΑΔΔΑ δίνει ιδιαίτερη βάση στην εγγύτητα των προσώπων ασχέτως με τους δεσμούς αίματος εν αντιθέσει με το ΕΔΔΑ που ερμηνεύει συσταλτικά τον όρο (IACtHR, Maritza Urrutia v Guatemala, 2003). O σκοπός αυτής της ερμηνείας από το ΔιΑΔΔΑ είναι να καταδείξει πως, λόγω της εγγύτητας, οι συνέπειες ήταν τέτοιας βαρύτητας ώστε να υπάρχει παραβίαση του άρθρου 5 της ΑΣΔΑ. Το δικαστήριο σε αρκετές περιπτώσεις έχει εξηγήσει με τη βοήθεια ειδικών (IACtHR, Caracazo v Venezuela, 2002) τις αρνητικές συνέπειες στην καθημερινότητα των συγγενών λόγω του ότι δεν γνωρίζουν τί ακριβώς συνέβη στο συγγενή τους. Στην απόφαση Nineteen Tradesmen μάλιστα το Δικαστήριο, επέδειξε αναλυτικά (IACtHR, Nineteen Tradesmen v. Colombia, 2004) πως επηρεάστηκε η δυναμική ολόκληρης της οικογένειας. Το ΕΔΔΑ από την άλλη, στην Koku (ECHR, Koku v Turkey, 2005), τόνισε πως οι σχέσεις πρώτου βαθμού όπως γονέα και παιδιού έχουν μεγαλύτερο βάρος για την πρόκληση παραβίασης. Το βάρος της σχέσης αυτής φαίνεται και στην υπόθεση Cakici που -εν αντιθέσει με το ΔιΑΔΔΑ-, δεν έλαβε υπόψιν την έλλειψη επικοινωνίας του θύματος με τον πατέρα του, ακριβώς γιατί πληρούνταν τυπικά η σχέση τους (ECHR, Cakici vs Turkey , 1999).
Σχετικά με το κριτήριο της προσπάθειας ανεύρεσης του θύματος από τους συγγενείς, το ΔιΑΔΔΑ, το ερμήνευσε ευρέως συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και ανεπίσημες επαφές με αξιωματούχους (IACtHR, . Goiburú and Others v. Paraguay, 2006), εφόσον συχνά υπάρχει προσπάθεια αποσιώπησης των συγγενών μέσω ανταλλαγμάτων ή ακόμη και απειλών. H αναζήτηση από τους συγγενείς καταδεικνύει σύμφωνα με το Δικαστήριο την κοντινή τους σχέση και θέτει το βάρος στο κράτος να αποδείξει ότι διενήργησε την κατάλληλη έρευνα (Murray, A, 2013). Αντίστοιχα, το ΕΔΔΑ στην Umarov κατά Ρωσίας του 2008 περιορίστηκε σε γραπτές αιτήσεις των συγγενών (ECHR, Umarov v Russia, 2008). Ένα βασικό σημείο διαφορετικής προσέγγισης των δύο οργάνων είναι πως για το ΕΔΔΑ η ανταπόκριση του κράτους στο αίτημα των συγγενών είναι ζωτικό στοιχείο ενώ για το ΔιΑΔΔΑ κρίνεται ως δευτερεύον, μετά τις συνέπειες που είχε στους συγγενείς λόγω της σχέσης τους με το άτομο (Keller H., Heri C., 2014). Είναι λοιπόν προφανές πως η εξέταση της αποτελεσματικότητας των ερευνών είναι ουσιώδης σε τέτοιες υποθέσεις, με το ΕΔΔΑ να υποστηρίζει πως η λήψη δράσεων τις πρώτες μέρες ώστε να συλλεχθούν καταθέσεις μαρτύρων και να διατηρηθούν τα αποδεικτικά στοιχεία από το κράτος, είναι ενδεικτική, χωρίς ωστόσο να υφίσταται κάποιο χρονικό όριο (ECHR, Luluyev v Russia, 2005).
Πέρα από αυτά τα τρία κριτήρια υπάρχουν και κάποιοι επιπλέον παράγοντες που εξετάζονται απο τα δικαιοδοτικά όργανα όπως έχει αναδείξει η πρακτική τους. Συγκεκριμένα ενδέχεται οι συγγενείς να ήταν μάρτυρες στην σύλληψη , απαγωγή ή κράτηση, χωρίς ωστόσο να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση όπως τονίζεται στην υπόθεση Beksultanova κατά Ρωσίας (ECHR, Beksultanova v Russia, 2011). Ενδεικτικό της τύχης του θύματος είναι το χρονικό διάστημα το οποίο έχει παρέλθει από την εξαφάνισή του, όπως αναφέρθηκε στην Απόφαση Βαρνάβας και άλλοι κατά Τουρκίας. Είναι αλήθεια και πως η ΕΔΑ/ΗΕ έχει ορίσει ότι υποχρέωση του κράτους δεν είναι απλώς η ανακοίνωση του θανάτου, αλλά πολύ πιο ευρύτερη (HRC, Mariam Sankara et al. v. Burkina Faso, 2006). Από την άλλη, αναφορικά με την παραβίαση του δικαιώματος στην αλήθεια των συγγενών του θύματος, αυτή προκύπτει γενικώς από ένα συνδυασμό στοιχείων, όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ στην απόφαση Janowiec και άλλοι κατά Ρωσίας, του 2012. Συγκεκριμένα η στενή σχέση των προσώπων, το γεγονός ότι οι συγγενείς υπήρξαν μάρτυρες στο συμβάν, καθώς και η συνεχιζόμενη προσπάθεια εύρεσης της αλήθειας, συνιστούν αυτή την επιπρόσθετη διάσταση που είναι αναγκαία για να υπάρξει παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (ECHR, Janowiec and others v Russia, 2013).
Πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι η παραβίαση του δικαιώματος των συγγενών στην αλήθεια δεν γίνεται με την ίδια την εξαφάνιση, αλλά με τον τρόπο που τη χειρίστηκαν οι αρχές. Γενικώς το δικαίωμα στην αλήθεια σημαίνει την ενημέρωση των συγγενών για την τύχη του αγαπημένου τους προσώπου, την εύρεση των λειψάνων του σε περίπτωση που επήλθε θάνατος καθώς και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτό. Ειδικότερα το θέμα της επιστροφής των λειψάνων μπορεί να θεωρηθεί από μόνο του ως μέτρο επανόρθωσης, όπως έχει ορίσει το ΔιΑΔΔΑ, και πολύ περισσότερο ως ένας τρόπος “επούλωσης” των πληγών της οικογένειας αλλά και της ίδιας της κοινωνίας (Baranowska, G, 2017).
Οι επανορθώσεις των θυμάτων
To ζήτημα των επανορθώσεων είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, για τους συγγενείς αλλά και για την ίδια την κοινότητα στην οποία ζούσαν, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το ΔιΑΔΔΑ. Η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των ΗΕ πέρα από την οικονομική επανόρθωση, συχνά ορίζει και την άμεση και αποτελεσματική διερεύνηση του γεγονότος, την απελευθέρωση του θύματος εφόσον βρίσκεται εν ζωή, την απονομή δικαιοσύνης, μέτρα για την μη επανάληψη του περιστατικού και την πληροφόρηση των συγγενών για το που έχει ταφεί το θύμα, εφόσον έχει δολοφονηθεί ή εκτελεστεί (πχ HRC, Mihoubi v. Algeria, 2013).
Η προσέγγιση ωστόσο των δύο περιφερειακών δικαιοδοτικών οργάνων διαφέρει αισθητά και σε αυτόν τον τομέα, αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στροφή του ΕΔΔΑ, προς την κατεύθυνση του ΔιΑΔΔΑ. H διαφορετική προσέγγιση, διαφαίνεται και από τον τρόπο που εξετάζει αρκετά συχνά το ΔιΑΔΔΑ τη ζημία που έχουν υποστεί οι συγγενείς του θύματος. Πρέπει να λάβουμε υπόψιν πως συχνά τα θύματα των εξαφανίσεων κατηγορούνται από τις αρχές ως εγκληματίες και τρομοκράτες μεταξύ άλλων, επομένως η χρηματική αποζημίωση δεν είναι αρκετή όταν αμαυρώνεται η φήμη των θυμάτων και των συγγενών τους. Συχνά παρατηρείται η σύνδεση της επανόρθωσης με τη διεξαγωγή ερευνών και τη γενικότερη βελτίωση του συστήματος του κράτους (Βuergenthal T, 1991). Συνοπτικά οι επανορθώσεις του ΔιΑΔΔΑ, έχουν ως στόχο την αποκατάσταση της φήμης και της ηθικής υπόστασης του εξαφανισθέντος ατόμου. Ενδεικτικά κάποιες επανορθώσεις που έχει διατάξει το ΔιΑΔΔΑ ήταν: η δωρεάν παροχή ψυχικής και ψυχολογικής υποστήριξης στις οικογένειές τους (Nineteen Tradesmen v. Colombia, 2004), οι εκπαιδευτικές υποτροφίες για τα παιδιά των θυμάτων ( Gomez Palomino v Peru, 2005), η δημόσια συγγνώμη από την κυβέρνηση (Moiwana Community v Suriname, 2005), οι ημέρες μνήμης ( Benavides Cevallos vEcuador, 1998), η δημοσίευση της απόφασης σε εφημερίδες, η ονοματοδοσία δρόμων (Trujillo Oroza v. Bolivia, 2002), οι τροποποιήσεις νόμων για την καλύτερη διερεύνηση και απονομή της δικαιοσύνης (Maritza Urrutia v Guatemala, 2003), η εκπαίδευση αστυνομικών και δικαστικών αρχών, εισαγγελέων, ενόπλων δυνάμεων (Caracazo v Venezuela , 2002), η εύρεση λειψάνων και απόδοση τους στην οικογένεια (Juan Humberto Sa¤nchez v. Honduras, 2008) (Cançado Trindade,A.,A., 2017 ).
Είναι αλήθεια ότι το ΕΔΔΑ ήταν και παραμένει ως ένα βαθμό συγκριτικά με το ΔιΑΔΔΑ αρκετά πιο συντηρητικό στο θέμα των επανορθώσεων, εφόσον συνήθως επιδικάζει χρηματική αποζημίωση. Ωστόσο ένα σημαντικό βήμα έγινε με την απόφαση του 2012 Aslakhanova και άλλοι κατά Ρωσίας (ECHR, Aslakhanova and Others v. Russia, 2012), με την οποία το ΕΔΔΑ έκρινε πως δεδομένης της συστηματικής πρακτικής εξαφανίσεων στο Βόρειο Καύκασο είναι αδύνατη μία αποτελεσματική επανόρθωση των θυμάτων. Παράλληλα, τόνισε ότι απαιτείται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση της αποτυχίας διερεύνησης των περιστατικών αυτών, με το Δικαστήριο μάλιστα να περιγράφει αναλυτικά ποια θα μπορούσαν να είναι χωρίς να λάβουν τη μορφή διαταγής (ECHR, Aslakhanova and Others . Russia, 2012). Αναφορικά με τις διακρατικές υποθέσεις, όπως αυτές της Κύπρου κατά Τουρκίας, και παρά το γεγονός ότι η τελευταία υποστήριξε πως δεν εφαρμόζεται το άρθρο 41 της ΕΣΔΑ, περί αποζημιώσεως, το ΕΔΔΑ κατέληξε πως η χορήγηση επανορθώσεων εξετάζεται case by case, ενώ τόνισε και την ηθική πλευρά της αποζημιώσεως (ECHR, Cyprus v Turkey, 2014).
Το ΔιΑΔΔΑ, βέβαια, έχει επιδείξει ιδιαίτερη προσήλωση και σε άλλου τύπου μέτρα πέραν των οικονομικών για την επανόρθωση των συγγενών. Το ΕΔΔΑ, βέβαια, έκανε ένα δειλό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο λόγος που είναι τόσο σημαντική η ηθική αποζημίωση του ατόμου και των συγγενών του είναι επειδή έχει θεωρηθεί η οικονομική επανόρθωση ως μία προσπάθεια αποσιώπησης της αλήθειας από πλευράς κρατών αλλά και σε ψυχολογικό επίπεδο η αποδοχή αυτών των χρημάτων σημαίνει πως οι συγγενείς έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα εύρεσης των δικών τους προσώπων (Fulton S., 2014).
Εν κατακλείδι, καθίσταται προφανές από την ανωτέρω ανάλυση ότι τα υπό εξέταση δικαιοδοτικά όργανα έχουν επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία επί του ζητήματος των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων. Τόσο το ΕΔΔΑ όσο και το ΔιΑΔΔΑ, λαμβάνοντας υπόψη τους τη διάσταση του προβλήματος και τις συνέπειές του στη ζωή, όχι μόνο των θυμάτων και των συγγενών τους αλλά και στις κοινωνίες γενικότερα, έχουν συμβάλλει σημαντικά στην εμπέδωση των δικαιωμάτων των θυμάτων. Βεβαίως παρατηρούνται διαφορετικές προσεγγίσεις σε ορισμένα καίρια ζητήματα όπως οι επανορθώσεις των θυμάτων, ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η συνεισφορά τους στην αποκατάσταση της αλήθειας.
Βιβλιογραφία
Baranowska Grazyna, «Advances and progress in the obligation to return the remains of missing and forcibly disappeared persons’’, International Review of the Red Cross (2017), 99 (2), pp 709–733
Baranowska, G., “Emerging Voices: The European Court of Human Rights and Women Affected by Enforced Disappearances of Their Relatives”, Opinion Juris, 5.9.2016, Διαθέσιμο εδώ
Brody Reed, Gonzalez Felipe, ‘’An Analysis of International Instruments on «Disappearances’’, Human Rights Quarterly, Vol. 19, No. 2 (May, 1997), pp 365-405
Βuergenthal T., ’’Judicial Fact Finding : Inter-American Human Rights Court’’, FACT FINDING BEFORE INTERNATIONAL TRIBUNAL,ed Richard Lillich ,1991
Cancado Trindade Antonio Augusto, ’’Enforced Disappearances of Persons as a Violation of Jus Cogens: The Contribution of the Jurisprudence of the Inter-American Court of Human Rights’’, Nordic Journal of International Law 81 (2012), pp 507–536
Chevalier- Watts Juliet, ’’The Phenomena of Enforced Disappearances in Turkey and Chechnya: Strasbourg’s Noble Cause?’’, Hum Rights Rev (2010) 11, pp 469–489
Claude O., ’’A Comparative Approach to Enforced Disappearances in the Inter American Court of Human Rights and the European Court of Human Rigths Jurisprudence’’, Intercultural Human Rights Law Review, vol 5, 2010, pp 408-462
Citroni G., ’’Missing persons and victims of enforced disappearance in Europe’’, Issue Paper, Council of Europe Commissioner of Human Rights, March 2016
Citroni G., ”Supreme Court of Justice of Mexico: The Urgent Actions of the Committee on Enforced Disappearances Are Legally Binding”, Opinio Juris, 17.8.2021. Διαθέσιμο εδώ
Galvis Patiño Μ.C., ”The Rights of the Victims of Enforced Disappearance Do Not Have an Expiration Date”, Opinio Juris, 7.7.2020. Διαθέσιμο εδώ
Heri Corina, ’’Enforced Disappearance and the European Court of Human Rights ratione temporis Jurisdiction A Discussion of Temporal Elements in Janowiec and Others v. Russia’’, Journal of International Criminal Justice 12, 31 August 2014, pp 751-768
Fulton S., ‘’ Redress for Enforced Disappearance: Why Financial Compensation is not Enough’’, Journal of International Criminal Justice 12 ,5 August 2014, pp 769-786
Kersten M., ’’From Justice Delayed to Justice Denied: Katyn in Strasbourg’’, Justice in Conflict,31 October 2013
Keller Helen ,Heri Corina, ’’Enforced Disappearance and the European Court of Human Rights A ‘Wall of Silence’, Fact-Finding Difficulties and States as Subversive Objectors’’, Journal of International Criminal Justice 12,21 July 2014, pp 735-750
McRory Susan ’’The International Convention for the Protection of all Persons from Enforced Disappearance’’, Human Rights Law Review 7:3 (2007), pp 545-566
Murray Alexander, ‘’ Enforced Disappearance and Relatives’ Rights before the Inter-American and European Human Rights Courts’’, International Human Rights Law Review 2 (2013) 57–81
Νάσκου Περράκη Παρασκευή (συλ.) ’’Δικαιώματα του Ανθρώπου Παγκόσμια και περιφερειακή προστασία :Θεωρία και Νομολογία’’, εκδ. ΣΑΚΚΟΥΛΑ, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
Νάσκου Περράκη Παρασκευή, ‘’Μηχανισμοί προστασίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Διεθνείς πράξεις, θεωρία και πρακτική’’, β’ έκδοση, εκδ ΘΕΜΙΣ , 2014
Περράκης Στέλιος, ’’Διαστάσεις της Διεθνούς Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: Προς ένα jus universalis’’, 2η εκδ. ΣΙΔΕΡΗΣ, Αθήνα, 2018
Νομολογία
Διαμερικανικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
IACtHR, Maritza Urrutia v Guatemala Judgment of 27 November 2003. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR, Moiwana Community v. Suriname, Judgment of 15 June 2005. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR, Nineteen Tradesmen v. Colombia, Judgment of 5 July 2004. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR, Pueblo Bello Massacre v Colombia Judgment of January 31, 2006. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR, Rio Negro Massacres v Guatemala ,Judgment of 4 September 2012. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR Serrano-Cruz Sisters v El Salvador Judgment of 1 March 2003. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR, Trujillo Oroza v. Bolivia Judgment of February 27, 2002. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR, Velasquez Rodriguez v. Honduras, Judgment of 21 July1989. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR, Godinez and Cruz v Honduras,Judgment of 20 January 1989. Διαθέσιμη εδώ
IACtHR, Goiburu and Others v. Paraguay,Judgment of September 22, 2006. Διαθέσιμη εδώ
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
ECHR, Aslakhanova and Others v. Russia (Appl No 2944/06, 8300/07, 50184/07) Judgment 18 December 2012
ECHR, Bazorkina v Russia (Appl. No 69481/01) Judgment of 27 July 2006 Final 11 December 2006
ECHR, Cakici vs Turkey , (Appl. No. 23657/94) Judgment of 8 July 1999
ECHR, Cyprus v Turkey, (Appl. no. 25781/94) Grand Chamber Judgment of 12 May 2014
ECHR, Janowiec and others v. Russia, (Appl.No. 55508/07 and 29520/09) Grand Chamber Judgment of 21 October 2013
ECHR, Kurt v Turkey, (Appl. No 24276/94) Judgment of 25 May 1998
ECHR, Palic v Bosnia Herzegovina (application no. 4704/04) Judgment of 15 February 2011
ECHR, Silih v Slovenia , (Appl No. 71463/01), Judgment of 9 April 2009
ECHR, Timurtas v Turkey, (Appl. No. App no 23531/94) Judgment of 6 June 2000
ECHR, Tomasi v France ,Judgment (Appl. No. . 12850/87) of 27 August 1992
ECHR, Varnava and others vs Turkey , (Appl. No 16064/90, 16065/90) Judgment of 29 September 2009