της Θεανώς Ντόκου, Ερευνήτριας της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής

Εισαγωγή

Το Σεπτέμβριο του 2019, τα Νησιά του Σολομώντα διέκοψαν τους διπλωματικούς δεσμούς με την Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν), αναγνωρίζοντας παράλληλα τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (Κίνα). Κατόπιν τούτου, ακολούθησαν μήνες δημόσιων συζητήσεων σχετικά με την πρόταση της κυβέρνησης των Νήσων του Σολομώντα για την “αλλαγή”, όπως αποκαλείται,  οι οποίες ανέδειξαν την αβέβαιη φύση των δεσμών τους με την Ταϊβάν, που δημιουργήθηκαν το 1983. Ωστόσο, αυτό αποτελεί μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα των διπλωματικών επαφών που διατηρεί η Ταϊβάν με χώρες ανά τον κόσμο. Λόγω της διαρκώς αυξανόμενης επιρροής της Κίνας παγκοσμίως, το Πεκίνο έχει καταφέρει να πείσει πληθώρα κρατών να εγκαταλείψουν την Ταϊβάν δεδομένης της “One China Policy” που επιθυμεί να εισάγει η πρώτη (Aqorau, 2021). Με αφορμή αυτό το γεγονός, λοιπόν, το παρόν κείμενο επικεντρώνεται στους λόγους που προκάλεσαν αυτή την “αλλαγή”, ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται να αναλυθούν και τα κινεζικά συμφέροντα στην περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού. 

Η επέκταση της Κίνας στον Ειρηνικό Ωκεανό

Από το 2006 έως σήμερα, έχει παρατηρηθεί αύξηση των διπλωματικών επενδύσεων της Κίνας στην περιοχή του Ειρηνικού. Τον Απρίλιο του 2006, ο τότε Κινέζος πρωθυπουργός Wen Jiabao επισκέφθηκε τα νησιά Φίτζι, ανακοινώνοντας το Forum Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας μεταξύ Κίνας και Ειρηνικού. Αυτή ήταν και η πρώτη φόρα ιστορικά που κάποιος Κινέζος Πρόεδρος πραγματοποίησε επίσκεψη στην περιοχή. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Xi Jinping βρέθηκε στα Φίτζι τον Νοέμβριο του 2014, θέλοντας να κάνει γνωστή την απόφαση του να αναβαθμιστεί η σχέση της χώρας του με τα κράτη του Ειρηνικού Ωκεανού σε στρατηγική συνεργασία, γεγονός που έκανε ξεκάθαρη την αυξανόμενη προσοχή και την έμφαση που δίνει η Κίνα στην ευρύτερη περιοχή (Zhang, 2017, p. 32 – 53). 

Επιπροσθέτως, γίνεται εμφανές το γεγονός ότι η Κίνα έχει αυξήσει δραματικά και τις οικονομικές της δραστηριότητες στα νησιά με την πρόφαση της οικονομικής “βοήθειας”. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, μάλιστα, μεταξύ του 2006 και του 2017 η χώρα παρείχε σχεδόν 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια στα νησιά του Ειρηνικού, τόσο υπό τη μορφή επιχορηγήσεων όσο και υπό τη μορφή δανείων (Lowy Institute, 2017). Το 2017 η χώρα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος χορηγός στον Ειρηνικό Ωκεανό, αφού αποτελούσε το 8% της συνολικής εξωτερικής βοήθειας που λάμβανε η περιοχή από το 2011 έως το 2017 (Lowy Institute, 2017). Παρόλο που η Κίνα δεν είναι ο κύριος χορηγός της περιοχής του Ειρηνικού, ο τρόπος που χρηματοδοτεί τη δημιουργία διαφόρων έργων -συνήθως μεγάλων projects για την κατασκευή υποδομών που χρηματοδοτούνται μέσω εκχωρητικών δανείων- τα κάνουν να ξεχωρίζουν από άλλα αντίστοιχα. Παράλληλα, τα κινεζικά δάνεια έχουν χρησιμοποιηθεί ως βασικό μέσο για την εισαγωγή κινεζικών κρατικών επιχειρήσεων στο χώρο, αναπτύσσοντας έντονη εμπορική δραστηριότητα, ενώ ο ανταγωνισμός με τις τοπικές εταιρείες είναι έντονος (Pryke, 2020).

Το πρόσφατο, λοιπόν, ενδιαφέρον του Πεκίνου για τα νησιά του Ειρηνικού προέρχεται, αρχικά, από τις συνεχείς προσπάθειες του πρώτου να μειώσει την επιρροή των ΗΠΑ στην περιοχή. Η στρατηγική σημασία των συγκεκριμένων νησιών έχει έντονο αντίκτυπο στην ικανότητα του αμερικανικού στρατού να συλλέγει πληροφορίες στον Ινδο- ειρηνικό χώρο, ενώ ο έλεγχος της ίδιας περιοχής θα περιέπλεκε τις δράσεις των Αμερικανών εκεί. Ταυτόχρονα, σε περίπτωση ενδεχόμενων κινεζικών στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά της Ταϊβάν, οι ΗΠΑ δεν θα είχαν την δυνατότητα να παρέχουν εύκολα βοήθεια στην δεύτερη (Cole et al., 2019).

Συμπληρωματικά, μέσω της δημιουργίας στενών δεσμών με τις χώρες του Ειρηνικού Ωκεανού, το Πεκίνο στοχεύει ταυτόχρονα και στη διπλωματική απομόνωση της Ταϊβάν. Το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα χρησιμοποιεί τους συμμάχους του ως μέσο ψυχολογικού πολέμου προς τους Ταϊβανέζους, ασκώντας, με αυτόν τον τρόπο, πιέσεις στην Ταϊπέι να υιοθετήσει πολιτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του (Cole et al., 2019).

Παράλληλα, χρησιμοποιώντας τις αυξανόμενες επενδύσεις της στην ευρύτερη περιοχή του Ειρηνικού, η Κίνα αποσκοπεί στο να επηρεάσει ιδεολογικά όσες περισσότερες χώρες είναι δυνατόν και να αποσαθρώσει την παγκόσμια υποστήριξη προς το δυτικό φιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης που έχει επικρατήσει μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι το Πεκίνο ελπίζει να διευρύνει την επιρροή του στα Ηνωμένα Έθνη, όπου κάποια μέλη του Οργανισμού έχουν υποστηρίξει την Ταϊβάν στο παρελθόν, ενώ έχοντας ως σύμμαχο τον ΟΗΕ θα έδινε τη δυνατότητα στην κινέζικη κυβέρνηση να επαναφέρει στο τραπέζι διάφορα ζητήματα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να διαμορφωθούν με τρόπο τέτοιο ώστε να συνάδουν περισσότερο με το ολοκληρωτικό καθεστώς της χώρας (Cole et al., 2019).

Τα Νησιά του Σολομώντα και οι σχέσεις τους με την Κίνα και την Ταϊβάν

Το 1983, τέσσερα χρόνια μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, τα Νησιά του Σολομώντα επέλεξαν να δημιουργήσουν διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν την εποχή που η διεθνής αρένα ήταν πολύ διαφορετική. Ο Ψυχρός Πόλεμος επηρέαζε έντονα τις παγκόσμιες εξελίξεις, ενώ η πόλωση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού ήταν έντονη. Έτσι, λόγω της επικρατούσας κατάστασης,  η κυβέρνηση των Νησιών του Σολομώντα αποφάσισε τη δημιουργία διπλωματικών σχέσεων με την Ταϊβάν, καθώς ήταν μία δημοκρατική χώρα που δεν αποτελούσε μέρος του κομμουνιστικού άξονα. Η διεθνής τάξη εκείνη την εποχή ήταν ξεκάθαρα διαχωρισμένη μεταξύ της Δύσης, με μεγαλύτερη δύναμη τις ΗΠΑ, και των κομμουνιστικών χωρών υπό τη Σοβιετική Ένωση. Η Κίνα δεν ήταν η οικονομική δύναμη που γνωρίζουμε σήμερα, και οι ηγέτες των Νήσων του Σολομώντα ήταν ευαίσθητοι απέναντι στο κινέζικο κομμουνιστικό καθεστώς. Παράλληλα, η Ταϊβάν είχε μεγαλύτερη επιρροή διότι διατηρούσε διπλωματικούς δεσμούς με πολλά περισσότερα κράτη (Aqorau, 2021).

Αρχικά, η Ταϊβάν είχε μόνο ένα προξενείο στην χώρα του Ειρηνικού, το οποίο αναβαθμίστηκε σε Πρεσβεία το 1985. Ταυτόχρονα, όμως, η κατάσταση στην περιοχή ήταν τεταμένη λόγω του ότι το Κιριμπάτι είχε μόλις υπογράψει μία συμφωνία περί αλιείας με την Σοβιετική Ένωση (Biddick, 1989, p. 800 – 815).

Παρά τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι δύο χώρες, θα μπορούσε κανείς να περιγράψει τις σχέσεις τους ως υγιείς και σταθερές σε πολιτικό επίπεδο διότι βασίζονταν, κυρίως, στις επαφές που διατηρούσαν οι Ταϊβανέζοι με πολιτικούς ηγέτες και κυβερνητικά στελέχη καθώς και στις συχνές επισκέψεις που πραγματοποιούνταν από αξιωματούχους και των δύο χωρών. Επιπλέον, δε θα πρέπει να παραλειφθεί το γεγονός ότι η Ταϊβάν παρείχε υποστήριξη στα Νησιά του Σολομώντα, η οποία γινόταν εμφανής σε πολλούς τομείς. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι τομείς της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της εκπαίδευσης και της υγείας, όπου οι μεν δημιούργησαν πλήθος προγραμμάτων που θα αναβάθμιζαν την χώρα του Ειρηνικού και θα προωθούσαν την ανάπτυξή της  (Aqorau, 2021).

Αξίζει να αναφερθεί ότι τα τελευταία χρόνια, όταν πλέον η Κίνα αναδείχθηκε στην υπερδύναμη που γνωρίζουμε σήμερα, η Ταϊβάν αντιλήφθηκε ότι δε θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την αξία της τεράστιας οικονομικής “βοήθειας” που παρείχε το Πεκίνο στις χώρες του Ειρηνικού Ωκεανού. Κατά συνέπεια, η Ταϊπέι αναγνώρισε κράτη που οι μικρές συνεισοφορές της θα μπορούσαν να φέρουν σημαντικό αποτέλεσμα και προσπάθησε, μέσω προγραμμάτων για την ανάπτυξη της γεωργίας, της υγείας και της βιομηχανίας, να διατηρήσει τις στενές σχέσεις που είχε μοχθήσει να αποκτήσει (Nguyen et al., 2018).

Παρ’ όλα αυτά, στο προσκήνιο των σχέσεων μεταξύ Ταϊβάν και Νήσων του Σολομώντα ανέκαθεν υπήρχε και η Κίνα. Αυτή είναι η αναπόφευκτη αλήθεια των επαφών που έχει η Ταϊπέι με οποιαδήποτε χώρα και, ίσως, έτσι εξηγείται και ο αριθμός των κρατών που διατηρεί διπλωματικούς δεσμούς, ο οποίος μάλιστα τείνει να γίνει μονοψήφιος. Η Κίνα είναι μία παγκόσμια οικονομική και πολιτική δύναμη, ενώ είναι και ο μεγαλύτερος εμπορικός συνεργάτης των Νήσων του Σολομώντα (Αqorau, 2021).

Εντούτοις, πέρα από το εμπορικό κομμάτι, υπάρχουν ακόμα τρεις διαστάσεις στις σχέσεις μεταξύ Κίνας και Νησιών του Σολομώντα. Πρώτα από όλα, ο όγκος του εμπορίου της Κίνας είναι τεράστιος στο μικρό κράτος του Ειρηνικού Ωκεανού, σε αντίθεση με τα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα που έχουν η Αυστραλία και η Σιγκαπούρη στη χώρα, παρόλο που αποτελούν τη βασική πηγή των εισαγωγών καυσίμων στα Νησιά του Σολομώντα. Ωστόσο, οι κινεζικές εξαγωγές στην περιοχή επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στον τομέα της ξυλείας, όπου υπάρχουν πολλές αμφιλεγόμενες απόψεις πάνω στο θέμα δεδομένου του ότι έχει παρατηρηθεί έντονη διαφθορά τόσο ανάμεσα στους πολιτικούς αλλά και τους πολίτες που καταπιάνονται με τέτοιες δραστηριότητες (Aqorau, 2008).

Ο δεύτερος τομέας που χαρακτηρίζει τις επαφές Κίνας και των παραπάνω Νήσων είναι ο αριθμός των Κινέζων μεταναστών στην περιοχή, οι οποίοι επικρατούν πλέον στον τομέα του λιανικού εμπορίου. Τα περισσότερα, εάν όχι όλα, εμπορικά καταστήματα στην Χονιάρα, την πρωτεύουσα του νησιωτικού κράτους, βρίσκονται στην κατοχή Κινέζων μεταναστών, γεγονός που δημιουργεί εντάσεις με τους ντόπιους. Παράλληλα, έχει γίνει γνωστό ότι οι ίδιοι δωροδοκούν το δημόσιο προκειμένου να τύχουν ευμενούς μεταχείρισης, με αποτέλεσμα να συνεισφέρουν ενεργά στην περαιτέρω διαφθορά του δημόσιου τομέα της χώρας. Έτσι, η επικράτηση των κινεζικών επιχειρήσεων στα Νησιά του Σολομώντα έχει εδραιώσει τα συμφέροντα του Πεκίνου στην περιοχή, ενώ ομολογουμένως όσον αφορά τον επιχειρηματικό τομέα η Ταϊβάν είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην χώρα (Aqorau, 2021).

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί και η συνεργασία που υπάρχει μεταξύ Κίνας και Νησιών του Σολομώντα σε περιφερειακό επίπεδο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Περιφέρειας Guadalcanal, η οποία έχει αναπτύξει στενές επαφές με την κινεζική Επαρχία Guangdong, γεγονός που επιτρέπει την καθημερινή τριβή των αξιωματούχων και των πολιτικών των συγκεκριμένων περιοχών, κάτι που δεν συμβαίνει με την περίπτωση της Ταϊβάν. Επομένως, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε ότι υπάρχει μεγαλύτερη κινέζικη ενσωμάτωση στη νησιωτική αυτή περιοχή παρά ταϊβανέζικη (Aqorau, 2021).

Η διπλωματική “αλλαγή” από την Ταϊβάν στην Κίνα

Πρώτο μέλημα της νέας κυβέρνησης των Νήσων του Σολομώντα, που προέκυψε από τις εκλογές του Απριλίου του 2019, ήταν να επανεξετάσει τη σχέση της χώρας με την Ταϊβάν και να εξερευνήσει το ενδεχόμενο της αλλαγής των δεσμών της με την Κίνα. Οι συζητήσεις σχετικά με την “αλλαγή”, ειδικά μεταξύ των βουλευτών της χώρας και των συνεργατών τους, είχαν ήδη αρχίσει πολύ πριν τις εκλογές. Μάλιστα, λίγο μετά την εκλογή του, ο Πρωθυπουργός του νησιωτικού κράτους δήλωσε ότι η κυβέρνησή του δεχόταν μεγάλη πίεση για να αναθεωρήσει τους δεσμούς με την Ταϊβάν (Dziedzic, 2019). Από την άλλη πλευρά, ο λαός είχε ανάμεικτες αντιδράσεις σχετικά με το ζήτημα καθώς πολλοί από τους πολίτες θεωρούσαν ότι η επικράτηση των Κινέζων στα Νησιά του Σολομώντα θα επιδείνωνε την κατάσταση της διαφθοράς στην περιοχή, ενώ πίστευαν πως θα αυξάνονταν και τα δημόσια χρέη (Aqorau, 2021).

Ενώ οι δημόσιες συζητήσεις για το θέμα βρίσκονταν ακόμη σε εξέλιξη, η κυβέρνηση του νησιωτικού κράτους αποφάσισε, τον Σεπτέμβριο του 2019, να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις που διατηρούσε επί 36 χρόνια με την Ταϊβάν και να αναγνωρίσει την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στην αναφορά μίας διμερούς ομάδας εργασίας που πρότεινε την “αλλαγή”, ενώ το ζήτημα δε συζητήθηκε ποτέ στη Βουλή της χώρας (Zhang, 2019).

Η απόφαση των αξιωματούχων που συμμετείχαν σε αυτή την ομάδα, βασίστηκε στο γεγονός ότι θεωρούσαν την Ταϊβάν ανίκανη να προσφέρει επαρκή αρωγή στα Νησιά του Σολομώντα. Ειδικότερα, βάσιμες αμφιβολίες υπήρχαν σχετικά με την παροχή οικονομικής βοήθειας για την κατασκευή υποδομών στη χώρα, καθώς αυτό είναι ένα από τα κυριότερα εμπόδια που αντιμετωπίζει στον τομέα της ανάπτυξης, παρά το γεγονός ότι διαθέτει ορυκτό πλούτο, μεγάλες δασικές εκτάσεις και έναν διευρυμένο πρωτογενή τομέα (Zhang, 2019). 

Επιπροσθέτως, οι κινεζικές υποσχέσεις περί επενδύσεων στην περιοχή φάνηκαν δελεαστικές για την κυβέρνηση των Νήσων του Σολομώντα, ενώ το Πεκίνο τους διαβεβαίωνε πως θα καλύψει όλα τα κενά που θα προκύψουν κατά τη μεταβατική περίοδο της “αλλαγής” από την Ταϊβάν προς την Κίνα. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε το γεγονός ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός συνεργάτης του νησιωτικού κράτους ξεπερνώντας κατά πολύ την Ταϊβάν (Zhang, 2019). Επιπλέον, παρόλο που οι ΗΠΑ έχουν αρκετή επιρροή στα Νησιά Μάρσαλ, στο Παλάου και τις Ομόσπονδες Πολιτείες της Μικρονησίας, οι σχέσεις τους με τα Νησιά του Σολομώντα ήταν περιορισμένες. Έτσι, οι αξιωματούχοι που ήταν υπεύθυνοι για τη διπλωματική “αλλαγή”, ήταν επικριτικοί απέναντι στην στάση των Αμερικανών να δίνουν μεγαλύτερη σημασία σε θέματα όπως η ασφάλεια, παρά στην οικονομική ανάπτυξη των κρατών του Ειρηνικού Ωκεανού. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι δήλωναν πως οι ΗΠΑ υποστήριζαν την απόφαση των Νήσων του Σολομώντα να αναγνωρίσουν την Κίνα, γεγονός που τελικά απεδείχθη αναληθές (Zhang, 2019).

Τέλος, αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι οι σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ειρηνικού παρουσιάζονταν ρόδινες, ενώ τα οφέλη για τα Νησιά του Σολομώντα θα ήταν πολλά. Παρ’ όλα αυτά, δινόταν έμφαση στο ότι το νησιωτικό κράτος θα έπρεπε να είναι προσεκτικό στην ανάπτυξη των δεσμών του με το Πεκίνο, ενώ οι αξιωματούχοι της χώρας επιθυμούσαν να μάθουν από άλλα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού πως διαχειρίστηκαν τις επαφές τους με την Κίνα καθώς και με ποιον τρόπο θα είναι δυνατή η διατήρηση των σχέσεων τους και με τις Δυνάμεις της Δύσης (Zhang, 2019).

Επίλογος

Παραδοσιακά, τα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού δεν διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην κινεζική γεωπολιτική σκέψη, κυρίως, λόγω του ότι επρόκειτο για πολύ μικρά απομακρυσμένα κράτη. Τα τελευταία χρόνια, όμως, δεδομένης της μεγάλης ανάπτυξης της Κίνας και των αλλαγών που συντελέστηκαν στη διεθνή πολιτική, η γεωστρατηγική σημασία των συγκεκριμένων κρατών αυξήθηκε δραματικά. Παρόλο, λοιπόν, που το νησιωτικό αυτό κράτος δεν μονοπωλεί το ενδιαφέρον της εξωτερικής πολιτικής του Πεκίνου, γίνεται φανερό ότι η ενασχόληση με την περιοχή έχει αναπτυχθεί αρκετά. Η Κίνα χρησιμοποιεί τη μεγάλη επιρροή που διαθέτει προκειμένου να περιθωριοποιήσει ακόμα πιο πολύ την Ταϊβάν, ενώ στόχος της είναι να περιορίσει και την επίδραση των ΗΠΑ στον ευρύτερο χώρο του Ειρηνικού Ωκεανού.  Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση των Νήσων του Σολομώντα φάνηκε να δελεάζεται από τις οικονομικές υποσχέσεις των Κινέζων, οι οποίες ήταν τεράστιες μπροστά στις προσωπικές σχέσεις που είχε αναπτύξει η Ταϊβάν με τη χώρα, καθώς αναλογιζόταν τις καθημερινές ανάγκες των πολιτών. Τέλος, μακροπρόθεσμα θα πρέπει να διερευνήσουμε πώς θα διαχειριστούν οι δύο πλευρές τις νέες τους δραστηριότητες, καθώς και πώς θα εξελιχθεί ο συνεχώς αυξάνων ανταγωνισμός μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ στην περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού.

Βιβλιογραφία

Αqorau, T. (2021), “Solomon Islands Foreign Policy Dilemma and the Switch form Taiwan to China”, στο Smith, G., Smith, T. (eds.), The China Alternative, Australian National University Press.  Διαθέσιμο εδώ

Aqorau, T. (2008), “Crisis in Solomon Islands: Foraging for New Directions, στο Dinnen S., Firth, S. (eds.), Politics and State – Building in Solomon Islands, ANU E Press. Διαθέσιμο εδώ

Biddick, T. (1989), Diplomatic Rivalry in the South Pacific: The PRC and Taiwan, Asian Survey, 29(8), p. 800 – 815. Διαθέσιμο εδώ

Cole, M., Chase, M., Grossman, D., Kassam, N., Bowen, J., Zhang, D. (2019), What Does Beijing Want from the Pacific Islands?, ChinaFile. Διαθέσιμο εδώ

Dziedzic, S. (2019), Diplomatic Battle underway in the Solomon Islands over China recognition, ABC News. Διαθέσιμο εδώ

Lowy Institute (2017), Pacific Aid Map. Διαθέσιμο εδώ

Nguyen, M., Pryke, J. (2018), Exploring Taiwan’s aid to the Pacific. Διαθέσιμο εδώ

Pryke, J. (2020), The Risks of China’s Ambitions in the South Pacific, Brookings. Διαθέσιμο εδώ

Zhang, D. (2017), China’s Diplomacy in the Pacific: Interests, Means and Implications, Security Challenges, 13(2), p. 32 -53. Διαθέσιμο εδώ

Zhang, D. (2019), Perceiving China’s Influence in the Pacific: The Case of  Solomon Islands, The Diplomat. Διαθέσιμο εδώ