της Χρυσάνθης Μπρούζου, Ερευνήτριας της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής
Πρόλογος
Η Ανταρκτική αποτελεί την 5η μεγαλύτερη σε έκταση ήπειρο του πλανήτη, η οποία καλύπτεται κατά 98% από πάγο (Craig 2018, σελ.29). Οι ακραίες και ιδιαίτερες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή την καθιστούν άκρως αφιλόξενη, ίσως και επικίνδυνη. Φαινομενικά, η παραπάνω περιγραφή δεν θα καθιστούσε την περιοχή πόλο έλξης για την ανάπτυξη διακρατικών ανταγωνισμών. Παρόλα αυτά, αυτό δεν έχει εμποδίσει “αδηφάγα” κράτη από το να διεκδικήσουν την παγωμένη γη και να επεκτείνουν σε αυτήν την κυριαρχία τους, καθιστώντας την με αυτόν τον τρόπο αιτία διαμάχης, αλλά και πεδίο μεγάλου ενδιαφέροντος. Γιατί όμως κράτη, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενδιαφέρονται έντονα για την Ανταρκτική;
Τα ταξίδια για την εξερεύνηση της Ανταρκτικής ξεκίνησαν τον 17ο αιώνα από Βρετανούς και συνεχίστηκαν τον 18ο και 19ο από Γάλλους και Ρώσους εξερευνητές (Craig 2018, σελ.32), όταν ακόμη η ήπειρος εθεωρείτο terra nullius. Απώτερος σκοπός των κρατών ήταν η επιστημονική έρευνα και η εδραίωση κυριαρχίας αυτών που θα έφταναν πρώτοι στην περιοχή, σε μία ένδειξη υπεροχής. Οι διεκδικήσεις δεν άργησαν να ανακύψουν, με 7 βασικά κράτη να μοιράζονται την περιοχή ήδη από το 1908 (Klotz 1990, σελ.5), ενώ αρκετές ήταν και οι τριβές που δημιουργήθηκαν λόγω κοινών διεκδικήσεων, η οποίες αποτέλεσαν ένα βασικό πολιτικό ζήτημα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Klotz 1990, σελ.10). Έτσι, τα κράτη κατάφεραν να επεκτείνουν τις διαφορές τους και σε ένα νέο χώρο, σε μία περίοδο ιδιαίτερα τεταμένη για την διεθνή σκηνή. Νομικό-ρυθμιστικό πλαίσιο στη περιοχή ήρθε να θέσει η Συνθήκη της Ανταρκτικής το 1959, η οποία σήμανε μια νέα εποχή για την επιστημονική και πολιτική συνεργασία των κρατών. Αυτή θα εξεταστεί παρακάτω μαζί με τα συμφέροντα αλλά και τις σχέσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ των κρατών.
Η Συνθήκη για την Ανταρκτική και το status quo της ηπείρου
Η Συνθήκη υπεγράφη από 12 κράτη τα οποία δραστηριοποιούνταν επιστημονικά στην περιοχή εκείνη την εποχή, συγκεκριμένα την Αργεντινή, την Αυστραλία, το Βέλγιο, την Γαλλία, την Ιαπωνία, την Νέα Ζηλανδία, την Νορβηγία, την Μεγάλη Βρετανία, τις ΗΠΑ, την Νότιο Αφρική, την Σοβιετική Ένωση και την Βόρεια Ιρλανδία. Μέχρι σήμερα, ακόμη 42 χώρες έχουν προσχωρήσει στην Συνθήκη και μπορούν να συμμετέχουν στις συμβουλευτικές συναντήσεις, ενώ μόνο 29 συνολικά μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις [1]. Γίνεται εύκολα αντιληπτό, πως η εμπλοκή στα ζητήματα της Ανταρκτικής δεν είναι ένα πεδίο ανοιχτό για όλα τα κράτη, παρά μόνο για αυτά που μπορούν να αντέξουν το οικονομικό βάρος των ερευνητικών επιχειρήσεων, αποκλείοντας έτσι άλλους πιο αδύναμους δρώντες. Θα μπορούσε επίσης να ειπωθεί πως η Συνθήκη ήταν αποτέλεσμα του Ψυχρού Πολέμου και της διαμάχης των τότε υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες επένδυαν σημαντικά κεφάλαια στην ήπειρο (Brady 2013, σελ.1). Χαρακτηριστικά, οι ΗΠΑ, ήδη από το 1946 και το 1955 είχαν διεξάγει 2 στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή, οι οποίες συνέβαλαν στην εδραίωση των επιστημονικών εγχειρημάτων (Craig 2018, σελ.35).
Οι δύο βασικές αρχές στις οποίες βασίστηκε η Συνθήκη -και αποτελούν ίσως τον λόγο ύπαρξής της- είναι η διατήρηση του status quo και η προώθηση της επιστημονικής έρευνας. Συγκεκριμένα, στο προοίμιο της αναγνωρίζεται η σημασία της διεθνούς συνεργασίας που σκοπό έχει την καλύτερη δυνατή επιστημονική έρευνα προς όφελος της ανθρωπότητας και της κοινής κληρονομιάς στα πλαίσια της ελευθερίας, ενώ τονίζεται το γεγονός ότι στο εξής η Ανταρκτική δε θα πρέπει να αποτελέσει αιτία σύγκρουσης μεταξύ των κρατών [2]. Στα επόμενα άρθρα τονίζεται η απαγόρευση εγκατάστασης στρατιωτικών μονάδων, η πραγματοποίηση ασκήσεων και η δοκιμή πάσης φύσεως όπλου. Η στρατιωτική συμβολή είναι θεμιτή μόνο αν κριθεί απαραίτητη για επιστημονικούς λόγους ή για την προώθηση της ειρήνης (Άρθρο 1ο). Όσον αφορά την εδαφική κυριαρχία, δεν αναιρείται το δικαίωμα των κρατών στη διατήρηση των περιοχών που έχουν ήδη διεκδικηθεί, δεν υφίσταται, όμως, η δυνατότητα για προβολή νέων διεκδικήσεων και κυριαρχικών δικαιωμάτων επί του εδάφους που να πηγάζουν μάλιστα από νέες δραστηριότητες για όσο χρονικό διάστημα βρίσκεται σε ισχύ η Συνθήκη (Άρθρο 4ο) [3]. Με αυτόν τον τρόπο, επαληθεύεται και νομικά ο όρος που χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως, ότι δηλαδή η ήπειρος θεωρείται terra nullius και απο-στρατιωτικοποιημένη περιοχή, και κανένα κράτος δεν μπορεί να ασκήσει ουσιαστική κυριαρχία επ’ αυτής. Ο έλεγχος του εδάφους από το έκαστο κράτος γίνεται αποκλειστικά με στόχο την επιστημονική έρευνα (Τσάλτας 2011, σελ.51).
Κράτη που προβάλλουν αξιώσεις στο έδαφος της Ανταρκτικής
Τα κράτη που κατά βάση διεκδικούν την περιοχή και δραστηριοποιούνται επιστημονικά επ’ αυτής, σύμφωνα μάλιστα και με την Συνθήκη, είναι 7 (Αργεντινή, Αυστραλία, Βέλγιο, Γαλλία, Ιαπωνία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ, Νότια Αφρική, Σοβιετική Ένωση και Βόρεια Ιρλανδία). Το κάθε ένα προβάλλει διαφορετικές αξιώσεις σε διάφορα σημεία της ηπείρου, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις συμπίπτουν, με απώτερο στόχο τα οικονομικά οφέλη. Η ήπειρος είναι πλούσια σε πόρους και συγκεκριμένα σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων, σιδηρομεταλλευμάτων και άνθρακα (Τσάλτας 2011, σελ.51). Επιπλέον, η αλιεία ειδών που ευδοκιμούν στην περιοχή, όπως η φάλαινα, αλλά και η εκμετάλλευση της απόρθητης ηπείρου ως τουριστικού προορισμού (Child 1988, σελ.6) αποτελούν βλέψεις ευρέως διαδεδομένες μεταξύ των ενδιαφερομένων, αλλά και ισχυρά κίνητρα, ικανά να κινητοποιήσουν κράτη, όπως για παράδειγμα η Βρετανία, τα οποία γεωγραφικώς απέχουν παρασάγγας.
Το 1903 ο William Bruce, εκπροσωπώντας τη Μεγάλη Βρετανία, εγκατέστησε τον πρώτο ερευνητικό σταθμό, ενώ το 1908 το Λονδίνο εξέδωσε διακοίνωση βάσει της οποίας κατοχύρωσε τη διεκδίκηση ορισμένων νησιών αλλά και μέρους της ανταρκτικής χερσονήσου (Klotz 1990, σελ. xxiv), η διοίκηση των οποίων ανατέθηκε στον διοικητή των νησιών Falklands (Klotz 1990, σελ.7). Διεκδικεί το 17% της Ανταρκτικής και παράλληλα φιλοξενεί -στα νησιά Shetland και σε μέρος της χερσονήσου- βάσεις άλλων 9 ακόμη χωρών (Craig 2018, σελ.33). Τα συμφέροντα της είναι κυρίως εμπορικά, τα οποία μάλιστα φρόντισε να διασφαλίσει ήδη από εκείνη την εποχή με την έκδοση αδειών και κανονισμών φαλαινοθηρίας και την επιβολή δασμών σε επιχειρήσεις, οι οποίες δρούσαν στην περιοχή. Με αυτό τον τρόπο, αποδεικνύει ότι είχε κάθε λόγο να ασκεί αποτελεσματική και μακρόχρονη κυριαρχία, η οποία δε βασίζονταν αποκλειστικά στο επιχείρημα της ανακάλυψης (Klotz 1990, σελ.5).
Ένας από τους στόχους της Μεγάλης Βρετανίας ήταν η σταδιακή κατάκτηση όλης της ηπείρου, όχι άμεσα, αλλά εξ’ ονόματος των αποικιών της. Έτσι, το 1923 διεκδίκησε τομέα τον οποίο έθεσε υπό τον έλεγχο και την διοίκηση της Νέας Ζηλανδίας και το 1933 εφάρμοσε την ίδια τακτική σε άλλους 2 τομείς τους οποίους παραχώρησε στην Αυστραλία (Klotz 1990, σελ.7). Επιπλέον, η Βρετανία φρόντισε μετά την θέση της Συνθήκης σε ισχύ το 1961, να ιδρύσει τον Οργανισμό British Antarctic Survey, προκειμένου να προστατεύει τα δικαιώματα της στην Ανταρκτική και να συντονίζει τις εργασίες. Ο Οργανισμός διατηρείται ενεργός μέχρι και σήμερα, καθώς μόνο το 2011-2012 ο προϋπολογισμός του έφτανε τα 48 εκατομμύρια λίρες, αποδεικνύοντας την σημασία της δραστηριοποίησης της χώρας [4]. Η Αυστραλία, κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της Ανταρκτικής που φτάνει το 30% και η Νέα Ζηλανδία το 13%.
Ένας ακόμη δρών που αποτέλεσε πρωταρχικό μέλος της Συνθήκης και κατάφερε να αποσπάσει ένα μέρος εδαφικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Ανταρκτική είναι η Γαλλία. Το 1840 ο Γάλλος εξερευνητής Dumon d’Urville ανακάλυψε και προέβαλε αξίωση στη γη Adelie, την οποία προσάρτησε στο έδαφος της η γαλλική κυβέρνηση το 1924, μαζί με ορισμένα νησιά. Το 1938 επεκτάθηκε σε ένα ακόμα κομμάτι, το οποίο συμπίπτει με τις αυστραλιανές κτήσεις. Η Γαλλία είχε προβλέψει, κατά μια έννοια, το επεκτατικό σχέδιο της Βρετανίας και ως εκ τούτου προσπάθησε να προστατεύσει τα αλιευτικά δικαιώματά της στην περιοχή (Klotz 1990, σελ.7) αλλά και σημαντικά ναυτικά περάσματα όπως ο πορθμός Drake (Sulikowski 2013, σελ.86).
Η Γαλλία, όπως και τα υπόλοιπα κράτη, είχε τους ίδιους σκοπούς όσον αφορά την στρατηγική εκμετάλλευση της ηπείρου: τους πόρους, το εμπόριο, την αλιεία, την προβολή ισχύος, την εγκαθίδρυση κυριαρχίας αλλά και την αποικιοποίηση, η οποία θα άνοιγε νέες οδούς για τη χώρα στο νότιο ημισφαίριο του πλανήτη. Η ίδια, ακολουθώντας τα χνάρια της Βρετανίας, προσπάθησε να καταστήσει εμφανή την κατοχή εδάφους και την κυριαρχία της μέσω δράσεων. Για τον λόγο αυτό, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα κινητοποιήθηκε ιδιαίτερα και εγκατέστησε πλήθος επιστημονικών βάσεων (Sulikowski 2013, σελ.86-92).
Στην ιστορία της Συνθήκης της Ανταρκτικής, η Γαλλία με τη συνδρομή της Αυστραλίας σημείωσε μια διπλωματική νίκη προς όφελος της. Την δεκαετία του 1980 έγινε ευρέως γνωστή η οικονομική σημασία της και το σύστημα της Συνθήκης κατακρίθηκε για την εκπροσώπηση μικρού αριθμού κρατών, πυροδοτώντας έτσι μια σειρά διαφωνιών αναφορικά με τη διαχείριση των ενδεχόμενων πόρων. Μετά το πέρας πολυετών διαπραγματεύσεων, αποφασίστηκε η δημιουργία του CRAMRA (Convention on the Regulation of Antarctic Mineral Resource Activities) το 1988, ενός οργάνου που θα επέτρεπε στα συμβαλλόμενα κράτη την ανάπτυξη κανόνων για την εκμετάλλευση και διαχείριση των πόρων, το οποίο, όμως, δεν υποστηρίχθηκε από τα δύο κράτη λόγω φόβων για τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο στην ήπειρο. Η αποχή τους από την υπογραφή, ήταν μια πράξη που προστάτευσε από ένα δυσμενή περιβαλλοντικό αντίκτυπο στην περιοχή (Sulikowski 2013, σελ.102-106).
Η διεκδίκηση της Ανταρκτικής από τα κράτη της Ευρώπης συνεχίστηκε με την Νορβηγία. Η ίδια, είχε προσαρτήσει ορισμένα νησιά το 1928 και το 1931 προκειμένου και αυτή να προστατεύσει τα αλιευτικά της δικαιώματα. Πέραν όμως τούτου, η Νορβηγία με το να διεκδικήσει την περιοχή Queen Maud Land, θέλησε να απωθήσει την ανάμειξη της ναζιστικής Γερμανίας στα ζητήματα της περιοχής και να ανακόψει τις προσπάθειες εγκατάστασης επιστημονικών μονάδων. Επιπλέον, ακολούθησε μια πιο εκλογικευμένη οδό σε σύγκριση με τις παραπάνω χώρες και προτίμησε να μην επεκτείνει περαιτέρω τις διεκδικήσεις της στο εσωτερικό του πόλου, καθώς δεν ήθελε να δώσει εμμέσως το έναυσμα για μία εφαρμογή ανάλογων πρακτικών σε δυνάμεις όπως η Σοβιετική Ένωση που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε περιοχές εγγύτερα της Νορβηγίας και με μεγαλύτερο οικονομικό και στρατηγικό συμφέρον για την ίδια, όπως η Αρκτική (Klotz 1990, σελ.8). Έτσι, επιχειρεί στο 18% της επιφάνειας και φιλοξενεί μονάδες χωρών, όπως η Ιαπωνία και η Ινδία (Craig 2018, σελ.34).
Τα δύο τελευταία μέρη που προέβαλαν αξιώσεις στον πόλο δεν προέρχονται από τον ευρωπαϊκό χώρο, όμως, υπερασπίστηκαν με ανάλογο σθένος τα δικαιώματα τους στην περιοχή. Ο λόγος για τη Χιλή και την Αργεντινή, οι οποίες κινητοποιήθηκαν ύστερα από τη μεγάλη δραστηριοποίηση και το έκδηλο ενδιαφέρον των προαναφερθέντων χωρών (Child 1988, σελ.12).
Αρχικά η Χιλή, το 1940, υποστηρίζοντας ιστορικά και γεωγραφικά επιχειρήματα, ανακοίνωσε πως ασκούσε κυριαρχία σε περιοχές της ανταρκτικής χερσονήσου οι οποίες όμως επικαλύπτονταν εκ των βρετανικών κτήσεων που είχαν προηγουμένως κατακτηθεί. Για τη Χιλή, η κυριαρχία της χρονολογείτο ήδη από το 1493, όπως αυτή αποτυπώνεται στα παπικά διατάγματα του Πάπα Αλέξανδρου VI, τα οποία χώριζαν τις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες, αλλά και τον ανεξερεύνητο μέχρι τότε κόσμο μέσω της λεγόμενης Αλεξανδρινής γραμμής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν η Χιλή απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1810 αποκόμισε παράλληλα δικαιώματα στην Ανταρκτική. Πέραν τούτου, επικαλέστηκε την εγγύτητα με την ήπειρο και την φυσική “ένωση” των περιοχών ως γεωγραφική προέκταση της Νοτίου Αμερικής (Klotz 1990, σελ.9).
Στόχος της Χιλής ήταν η δημιουργία ενός διηπειρωτικού κράτους που θα αποτελούνταν από την Νότια Αμερική, τη χερσόνησο της Ανταρκτικής και το νησιωτικό σύμπλεγμα ανάμεσα τους και θα ήλεγχε τις θαλάσσιες οδούς, αφού ήδη κατείχε τα νησιά Cape Horn και Diego Ramirez στον πορθμό Drake (Child 1988, σελ.16). Το status αυτό θα αναβάθμιζε γεωπολιτικά τη χώρα και θα της παρείχε κυριαρχία επί των αλιευτικών δικαιωμάτων, όπως και στα υπόλοιπα κράτη.
Ανάλογες τακτικές ακολούθησε και η Αργεντινή. Υποστήριξε τα επιχειρήματα στη βάση της ιστορικής σύνδεσης με το έδαφος, τη γειτνίαση αλλά και την κυριαρχία την οποία ασκούσε από το 1904 λόγω ενός μετεωρολογικού σταθμού, ο οποίος λειτουργούσε και ήταν απόδειξη άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου (Beck 1990, σελ.110). Το αίσθημα της σύνδεσης με την Ανταρκτική είναι ριζωμένο στην εθνική συνείδηση των Αργεντινών και δημιούργησε την εντύπωση πως το κράτος δεν μπορεί να θεωρείται ολοκληρωμένο αν δεν ασκεί κυριαρχία στα μέρη που δικαιωματικά του ανήκουν (Child 1988, σελ.12), μια αντίληψη που είχε αναπτυχθεί και κατά τη διάρκεια του πολέμου με τη Μεγάλη Βρετανία, το 1982, για τα νησιά Falklands. Όπως και στην περίπτωση της Χιλής, έτσι και εδώ, η Αργεντινή προσπαθεί να προστατεύσει τα δικαιώματα που συνεπάγονται την προστασία των θαλασσίων οδών μεταξύ Νοτίου Αμερικής και Ανταρκτικής λόγω της μεγάλης γεωπολιτικής αξίας της συγκεκριμένης θέσης, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τη διαμάχη των δύο χωρών για τη διαχείριση του καναλιού Beagle, το οποίο αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ τους. (Aert 2016 σελ.1)
Οι ανταγωνισμοί
Φυσικό επακόλουθο της αδιάκοπης διεκδίκησης του πόλου είναι ο ανταγωνισμός. Όσο περισσότεροι δρώντες στην περιοχή, τόσο περισσότερες και οι πιθανότητες διαμάχης για την επικράτηση. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, το μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργήθηκε μεταξύ του τριγώνου Βρετανίας, Αργεντινής και Χιλής, λόγω των αλληλεπικαλυπτόμενων διεκδικήσεων. Συγκεκριμένα, η περιοχή των Βρετανών οριοθετείται μεταξύ των 20°Δ έως 80°Δ ενώ η Αργεντινή με τη Χιλή θεωρούν ότι ασκούν κυριαρχία στα όρια μεταξύ 25°Δ έως 74°Δ και 53°Δ έως 90°Δ αντίστοιχα στις περιοχές του Νοτίου Orkneys και του Νοτίου Shetlands (Beck 1990, σελ.111). Οι δύο χώρες στη προσπάθεια τους να αντικρούσουν τους βρετανικούς ισχυρισμούς, παρουσίασαν το σχέδιο δημιουργίας μιας “Νοτιοαμερικανικής Ανταρκτικής”, το οποίο εδραζόταν στη Συνθήκη του Ρίο του 1947. Το σχέδιο αυτό προσέλκυσε και άλλα κράτη της Νοτίου Αμερικής τη δεκαετία του 1980 που εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους για την Ανταρκτική, όπως η Βραζιλία και το Περού, τα οποία θεώρησαν πως θα μπορούσαν να επωφεληθούν εξίσου (Beck 1990, σελ.103). Το γεγονός ότι οι χώρες χρειάστηκε να υποστηρίξουν τόσο έντονα τις θέσεις τους υπογράμμισε παραπάνω το πρόβλημα.
Η διαφορά τους όμως με το αντίπαλο δέος έγκειται στο γεγονός ότι η Βρετανία διαθέτει επιστολές ήδη από το 1908 και το 1917, οι οποίες της παρέχουν πλήρη κυριαρχία επί των νησιών Falklands αλλά και των εξαρτήσεων τους στην Υπο-Ανταρκτική περιοχή, δηλαδή τα νησιά South Georgia, South Sandwich, South Orkney και South Shetlands, στα οποία ασκούσε αποτελεσματικό έλεγχο μέσω μακρόχρονης πρακτικής. Το γεγονός αυτό δημιουργεί εθιμικό κανόνα δικαίου και μπορεί να παράξει δεσμευτικούς κανόνες (Morris 1990 σελ.2). Η μακρόχρονη αυτή διαμάχη μεταξύ Βρετανίας και Αργεντινής για τα νησιά στην περιοχή εκτονώθηκε εν τέλει στον πόλεμο των Falklands το 1982.
Επίλογος
Φαινομενικά, η Ανταρκτική δε θα έπρεπε να αποτελέσει σημείο ανάπτυξης της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας λόγω της μορφολογίας και της γεωγραφίας της. Ωστόσο το κράτη κατάφεραν να εντοπίσουν τα υποβόσκοντα οφέλη της και θέλησαν να εμπλακούν ενεργά με σκοπό την εκμετάλλευση της. Η Συνθήκη ήρθε να ορίσει και να περιορίσει τις δράσεις, όμως αρκετές μεγάλες δυνάμεις της εποχής κατάφεραν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και να επωφελήσουν τόσο τα ιδιωτικά τους συμφέροντα όσο και την ανθρωπότητα. Όμως, όπου υπάρχουν συμφέροντα αναπτύσσονται και διαμάχες που στόχο έχουν την επικράτηση του ισχυρότερου και δίνουν γεωπολιτική αξία ακόμα και σε μία ήπειρο σαν την Ανταρκτική.
Οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την δραστηριοποίηση των κρατών στην Ανταρκτική προκύπτουν με δυσκολία καθώς οι διεθνείς εξελίξεις είναι αυτές που επηρεάζουν το ενδιαφέρον τους για εξερεύνηση. Η πανδημία μπορεί να μην την επηρέασε άμεσα, όμως, ανάγκασε τα κράτη να στρέψουν αλλού τις οικονομικές πολιτικές τους και να περιορίσουν τα ερευνητικά τους προγράμματα, με απώτερο σκοπό την διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το γεγονός αυτό όχι μόνο καθυστερεί σημαντικές έρευνες που θα αφορούσαν το περιβάλλον, αλλά επιτρέπει σε δρώντες όπως η Ρωσία και η Κίνα, που αδημονούσαν για μια θέση στην περιοχή, να διεκδικήσουν δικαιώματα, εφόσον άλλα κράτη αδυνατούν να ανταπεξέλθουν (Feiger και Wilson, 2020). Όπως φαίνεται, η Ανταρκτική θα συνεχίσει να αποτελεί το μήλο της έριδος και μέρος της διεθνούς γεωπολιτικής σκακιέρας όσο τα κράτη συνεχίζουν να ενδιαφέρονται, χωρίς, όμως, η επικράτηση κάποιας δύναμης να είναι δεδομένη.
Υποσημειώσεις
[1] Secretariat of the Antarctic Treaty, Parties. Διαθέσιμο εδώ, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30 Απριλίου 2021.
[2]British Antarctic Survey, The Antarctic Treaty (1959). Διαθέσιμο εδώ, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30 Απριλίου 2021.
[3]British Antarctic Survey, The Antarctic Treaty (1959). Διαθέσιμο εδώ, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30 Απριλίου 2021.
[4]Cool Antarctica, The British in Antarctica. Διαθέσιμο εδώ, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 4 Μαΐου 2021.
Βιβλιογραφία
Τσάλτας, Γ. Ι. (2011) Η Γεωγραφία στις Διεθνείς Σπουδές, Μια Γεωγραφική Προσέγγιση της Σύγχρονης Διεθνούς Κοινότητας, Αθήνα, Ι. Σιδέρης
Aert, P. (2016) “The Beagle conflict”, Island Studies Journal, Vol. 11, No. 1, 2016, σελ. 307-314. Διαθέσιμο εδώ , τελευταία πρόσβαση 10/5/2021 17:15
Beck P.J. (1990) International Relations in Antarctica: Argentina, Chile and the Great Powers, Λονδίνο, Palgrave Macmillan
Brady, A. (2013) The Emerging Politics of Antarctica, Νέα Υόρκη, Routledge
British Antarctic Survey, The Antarctic Treaty (1959). Διαθέσιμο εδώ, τελευταία πρόσβαση 30/5/2021 15:30
Child, J. (1988) Antarctica: Arena for South American cooperation or conflict, American University Dept. of Language and Foreign Studies, Washington. Διαθέσιμο εδώ, τελευταία πρόσβαση 7/5/2021 20:00
Cool Antarctica, The British in Antarctica. Διαθέσιμο εδώ, τελευταία πρόσβαση 4/5/2021 19:00
Craig, K. W. (2018) “The Antarctic Frontier in International Relations», Florida Political Chronicle, vol.25, n.1 (2016-2017): σελ.85-107. Διαθέσιμο εδώ, τελευταία πρόσβαση 5/5/2021 16:30
Feiger, L. και Wilson, M. (2020) “The Countries Taking Advantage of Antarctica During the Pandemic”, The Atlantic, 16 Μαΐου. Διαθέσιμο εδώ , τελευταία πρόσβαση 11/6/2021 20:00
Klotz, F. G. (1998) America on the Ice: Antarctic Policy Issues, Ουάσινγκτον, DIANE Publishing
Morris, M. (1990) Great Power Relations in Argentina, Chile and Antarctica, ΗΠΑ, Springer
Secretariat of the Antarctic Treaty, Parties. Διαθέσιμο εδώ , τελευταία πρόσβαση 30/5/2021 17:00
Sulikowski, C. (2013) France and the Antarctic Treaty System, University of Tasmania. Διαθέσιμο εδώ , τελευταία πρόσβαση 5/5/2021 20:30