του Αλέξανδρου Φυσέκη, Ερευνητή της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων & Εξωτερικής Πολιτικής

Εισαγωγή

Η σεξουαλική βία δεν είναι απλά ένα επίκαιρο θέμα. Είναι ένα θέμα όλων των ημερών και των εποχών του χρόνου. Είναι ένα φαινόμενο που καταπατά τη γενετήσια αξιοπρέπεια, αλλά και κάθε είδους προσωπική ελευθερία και ανθρώπινο δικαίωμα, ενώ εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε κοινωνικό σύνολο, με αποκορύφωμα την χρησιμοποίησή του ως πρόσθετο εργαλείο διεξαγωγής συρράξεων. Ειδικότερα, η σεξουαλική βία ορίζεται ως μια πράξη στην οποία το ένα άτομο δεν έχει συναινέσει (Mützel, 2013). Ο καθένας μπορεί να βιώσει το φαινόμενο αυτό, το οποίο βρίσκεται σε έξαρση τα τελευταία χρόνια.

Η σεξουαλική βία χρησιμοποιείται ως στρατηγική στις ένοπλες συρράξεις, με σκοπό τον εκφοβισμό του άμαχου πληθυσμού. Πολλές φορές οι διοικητές ενός στρατεύματος επιτρέπουν στους στρατιώτες τους να διαπράξουν βία εις βάρος του, ως μια μορφή ανταμοιβής. Η σεξουαλική βία που συνδέεται με το φαινόμενο του πολέμου μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, όπως βασανιστήρια ή σεξουαλική δουλεία (Prugl, 2019).  Η παρούσα ανάλυση θα ασχοληθεί με το φαινόμενο της σεξουαλικής βίας στις ένοπλες συρράξεις γενικότερα, και στη συνέχεια θα γίνει εξειδίκευση του φαινομένου μέσα από το παράδειγμα του Κονγκό.

Η σεξουαλική βία ως στρατηγική πολέμου

Οι ένοπλες συρράξεις αποτελούν την πιο ακραία μορφή συγκρούσεων, με τις αντιμαχόμενες δυνάμεις να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε μέσο μπορεί να βλάψει τον αντίπαλό τους, καταφεύγοντας ακόμα και σε πράξεις σεξουαλικής βίας απέναντι στον άμαχο πληθυσμό και κυρίως σε γυναίκες και παιδιά (Steans 2016, p 157). Ιστορικά, ο βιασμός και άλλες μορφές σεξουαλικής βίας αντιμετωπίζονταν ως «παράπλευρες απώλειες». Συγκεκριμένα, ήταν εγκλήματα που δεν τιμωρούνταν, αλλά θεωρούνταν φυσικό επακόλουθο μιας σύγκρουσης, που πιθανότατα οφείλεται σε κάποιο άγραφο κώδικα του πολέμου (Steans 2016, p 157). Η σεξουαλική βία είναι ένα χαρακτηριστικό των ενόπλων συρράξεων σε όλο τον κόσμο, και συχνά χρησιμοποιείται ως στρατηγική. Είναι ένα φαινόμενο με πολυδιάστατες συνέπειες τόσο για τα θύματα του, όσο και για τις κοινωνίες τους (ICRC, 2016).

Οι συνέπειες που προκαλεί η χρησιμοποίηση της σεξουαλικής βίας, ως στρατηγική πολέμου, είναι πολλές. Η σεξουαλική κακοποίηση μπορεί να προκαλέσει ανίατη ψυχολογική ζημιά στα θύματα, τα οποία φτάνουν σε σημείο να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις οικογένειές τους, καθώς αισθάνονται ταπεινωμένα και θέλουν να απαλλαγούν από την κακή φήμη, που ενδεχομένως απέκτησαν, ενώ παράλληλα καταστρέφει το αίσθημα ασφάλειάς τους, διότι δεν είναι απίθανο και οι τελευταίοι να βρεθούν σε αντίστοιχη κατάσταση στο μέλλον (Prugl, 2019). Ακόμη, η σεξουαλική βία ως τακτική πολέμου μπορεί να ενισχύσει και τις ανισότητες μεταξύ των φύλων και “νομιμοποιεί” ανάλογες πράξεις, ακόμη και μετά το τέλος μιας σύρραξης, προκαλώντας και διαιωνίζοντας βλάβες από γενιά σε γενιά. Επίσης, σύμφωνα με την Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC, 2016), η σεξουαλική βία σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται με την μορφή αντιποίνων, για ανταπόδοση σε παρόμοια επίθεση από τον εχθρό. Μπορεί, τέλος, να χρησιμοποιηθεί ως τακτική, για να διχάσει την κοινωνία και να διασπείρει το αίσθημα του φόβου. 

Η σεξουαλική βία κατά τις ένοπλες συρράξεις επηρεάζει διαφορετικά τα αγόρια,τα κορίτσια, τους άνδρες και τις γυναίκες. Δεν είναι όλα τα άτομα το ίδιο ευάλωτα σε αυτή. Περισσότερο εκτεθειμένοι στο φαινόμενο αυτό είναι οι μετανάστες, οι κρατούμενοι και οι γυναίκες – οικογενειάρχισσες (ICRC, 2016).

Αναγνώριση της σεξουαλικής βίας στις ένοπλες συρράξεις ως εγκλήματος πολέμου

Ιστορικά, η σεξουαλική βία ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου, και αυτό ισχύει σε αρκετές περιπτώσεις ακόμη και σήμερα, αν ληφθούν υπόψη τα γεγονότα στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τα οποία θα αναλυθούν παρακάτω. Ωστόσο, πρόσφατα η σεξουαλική βία αναγνωρίστηκε ως έγκλημα πολέμου (ICC, 2016), έπειτα από μεγάλες προσπάθειες από την κοινωνία των πολιτών και τη διεθνή κοινότητα, με πρωτεργάτη τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) (Steans, 2016). Η σεξουαλική βία ως έγκλημα πολέμου συμπεριλήφθηκε στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, το οποίο υιοθετήθηκε το 1998. Πιο συγκεκριμένα στο Άρθρο 8 καταγράφονταν τα εγκλήματα πολέμου, συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής βίας (Καταστατικό Ρώμης, 1998). 

Η επόμενη απόπειρα για την αναγνώριση της σεξουαλικής βίας ως εγκλήματος πραγματοποιήθηκε το 2000. Ήταν η πρώτη φορά που το Συμβούλιο Ασφαλείας (ΣΑ) των Ηνωμένων Εθνών (ΗΕ) ασχολήθηκε με τα δικαιώματα του ανθρώπου. Επρόκειτο για την πρώτη αντίδραση του ύπατου πολιτικού οργάνου των ΗΕ. Πιο συγκεκριμένα, στις 31 Οκτωβρίου, το ΣΑ του ΟΗΕ εξέδωσε το Ψήφισμα UNSC Res 1325. Αποτέλεσε επακόλουθο της “Πλατφόρμας Δράσης του Πεκίνου (1995)” και επιβεβαίωσε τα ζητήματα του φύλου στις συγκρούσεις γενικότερα και το σημαντικό ρόλο των γυναικών στην επίλυση τους ειδικότερα, καθώς και την οικοδόμηση της ειρήνης (S/RES/1325). Ωστόσο, το μεγάλο βήμα έγινε κατά τα έτη 2008-2009, όταν το ΣΑ του ΟΗΕ εξέδωσε τα Ψηφίσματα UNSC Res 1820 και 1888, για να επεκτείνει τις ως άνω προηγούμενες διατάξεις του Ψηφίσματος UNSC Res 1325. Ειδικότερα, το Ψήφισμα 1820 κατέστησε τα κράτη υπεύθυνα για την προστασία των αμάχων από τη σεξουαλική βία, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης και μετά το πέρας αυτής. Βασίστηκε στις υποχρεώσεις που αυτά έχουν αναλάβει με το ανθρωπιστικό δίκαιο και το δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα (S/RES/1820). Αξίζει να σημειωθεί, ότι στα μέσα του 2000 μεσολάβησε μια συζήτηση για το ζήτημα της ευθύνης προστασίας των κρατών απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ακόμη, κάλεσε τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, να αναπτύξει μια ειδική ομάδα για την συνεχιζόμενη έξαρση της σεξουαλικής βίας στις συγκρούσεις και να συνεργαστεί με ΣΑ του ΟΗΕ και τις κυβερνήσεις των κρατών για την ενίσχυση του κράτους δικαίου (S/RES/1888). Τέλος, το ΣΑ επιβεβαίωσε ότι θα προβεί στην επιβολή κυρώσεων σε όσους δεν συμμορφωθούν. Ωστόσο, δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις επιβολής κυρώσεων σε άτομα, ένοπλες ομάδες ή αρχηγούς κρατών. Έτσι, πραγματοποιήθηκε η αναγνώριση της σεξουαλικής βίας ως εγκλήματος πολέμου, αλλά δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις υφίσταται ακόμη και σήμερα.

Μελέτη Περίπτωσης: σεξουαλική βία στο Κονγκό

Η σεξουαλική βία στις ένοπλες συγκρούσεις, λοιπόν, είναι ένα φαινόμενο που μαστίζει τις κοινωνίες, εξαιτίας των διαστάσεων που εκλαμβάνει. Στο σημείο αυτό, θα χρησιμοποιηθεί η περιπτωσιολογική μελέτη της Αφρικανικής Δημοκρατίας του Κονγκό, ώστε να καταδείξει τη δραματικότητα του φαινομένου και τις οδυνηρές συνέπειες ενός εμφυλίου πολέμου στις γυναίκες και τα κορίτσια από τα μέσα του 1990 και μετά. Η σύρραξη αυτή έχει μείνει γνωστή ως ο πυρήνας του Παγκοσμίου Πολέμου της Αφρικής (Steans 2016, p. 158). Η Διεθνής Αμνηστία, μάλιστα, δήλωσε ότι στο Κονγκό πραγματοποιήθηκαν τα περισσότερα περιστατικά βιασμού που έχουν συμβεί στη παγκόσμια ιστορία. Σύμφωνα με Έκθεση του ΟΗΕ (UN, 2021), μόνο στην επαρχία South Kivu πραγματοποιήθηκαν 27.000 σεξουαλικές επιθέσεις, ιδιαίτερα βίαιες (Steans 2016, p. 158).

Η σεξουαλική κακοποίηση χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο για τρομοκράτηση, μέσω επιδρομών σε πολλές περιοχές (Maciejcak, 2013). Οι επιδρομές σε αστικές ή άλλες περιοχές εκτελούνται υπό την παρουσία και επίβλεψη διοικητών ή άλλων υψηλών στελεχών που καθοδηγούν τους στρατιώτες τους να τις ασκήσουν, υποστηρίζοντας ότι η σεξουαλική βία είναι τακτική πολέμου και την θεωρούν παράπλευρη απώλεια του (Maciejcak, 2013). 

Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) υπάρχουν πολλές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες ήταν και είναι υπεύθυνες για σεξουαλική βία. Πολλά θύματα εμφάνισαν ιατρικά προβλήματα μετά το βιασμό και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ορισμένες γυναίκες πέθαναν εξαιτίας αυτών, έχοντας υπομείνει φρικτό σωματικό και ψυχολογικό πόνο (Human Rights Watch, 2014). Ένοπλες ομάδες και δυνάμεις ασφαλείας του Κονγκό έχουν χρησιμοποιήσει τον βιασμό ως στρατηγική πολέμου, τη στιγμή που δεν δίστασαν να απαγάγουν γυναίκες, στις οποίες συμπεριφέρονταν σαν να ήταν σκλάβες. Πολλές γυναίκες δεν κατήγγειλαν τα περιστατικά σεξουαλικής βίας, διότι φοβούνταν την περιθωριοποίηση από τις οικογένειές τους, ενώ άλλες ζούσαν σε περιοχές που στερούνταν φορέων υποστήριξης. Τέλος, πολλά θύματα δεν ανέφεραν τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστησαν, διότι τους εξανάγκασαν οι δράστες.

Έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές συλλήψεις δραστών σεξουαλικής βίας το τελευταίο διάστημα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτών παραμένει ατιμώρητο (Human Rights Watch, 2014). Η Κοινή Υπηρεσία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών (UNJHRO) στο Κονγκό κατέγραψε πολλές καταδίκες για σεξουαλική βία από το 2011 μέχρι το 2013 (Human Rights Watch, 2014). Μάλιστα, η δίκη της στρατηγού Kakwavu δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Η κυβέρνηση δεν δίστασε να αξιοποιήσει πρώην αρχηγούς και να τους δώσει εξέχουσες θέσεις, αδιαφορώντας για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει, δίνοντας την εντύπωση ότι αποτελεί τον ηθικό αυτουργό της έξαρσης του φαινομένου. Επιπλέον, το δικαστικό σύστημα στο Κονγκό πλήττεται από διαφθορά, και παρεμβάσεις της κυβέρνησης, γεγονός που δυσκολεύει τις διαδικασίες εντοπισμού των θυτών ή αποκρύπτει τις ταυτότητές τους. Οι δικαστές δεν είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι, ενώ είναι επιρρεπείς και σε δωροδοκίες. Η διαφθορά αυτή πέρα από τα δικαστήρια υφίσταται και στις φυλακές, με αποτέλεσμα πολλοί κατάδικοι να έχουν καταφέρει να δραπετεύσουν από αυτές (Human Rights Watch, 2014).

Το 2019, η Αποστολή Σταθεροποίησης του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και ειδικότερα η Sexual Violence Unit της MONUSCO, τεκμηρίωσε 1.409 περιπτώσεις σεξουαλικής βίας που σχετίζονται με συρράξεις. Πολλές από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα των επιθέσεων αναζήτησαν ιατρική βοήθεια, αλλά οι ιατρικές δομές και το προσωπικό ήταν καταβεβλημένα από το τεράστιο μέγεθος του προβλήματος (Steans 2016, p 158). Η σωματική, ψυχολογική και συναισθηματική βλάβη που υπεστησαν και δέχονται ακόμη και σήμερα δύσκολα θα τερματιστεί και σε συνδυασμό με την έλλειψη ιατρικής αρωγής δύσκολα θα ξεπεραστεί και στο μέλλον, ακόμα και αν σταματήσει η σύγκρουση. Ένα εξίσου θλιβερό γεγονός είναι ότι πολλές από τις γυναίκες που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής βίας στη συνέχεια κακοποιούνται ή ακόμα και δολοφονούνται από τους συζύγους τους, οι οποίοι δεν μπορούν να αντέξουν τη ντροπή που τους έχει προκληθεί. 

Ωστόσο, το γεγονός ότι η σεξουαλική βία στο Κονγκό δεν εκλείπει, δεν αναιρεί την προσπάθεια μεγάλης μερίδας ανθρώπων να καταπολεμήσουν το φαινόμενο και να βοηθήσουν τα θύματα του. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Denis Mukwege. Ο Mukwege είναι ένας πασίγνωστος γιατρός που έχει προσφέρει ιατρική βοήθεια σε χιλιάδες θύματα σεξουαλικής βίας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ). Το 1999 ίδρυσε το Νοσοκομείο Panzi, το οποίο αναγνωρίστηκε ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά νοσοκομεία στην αρωγή θυμάτων σεξουαλικής βίας στη παγκόσμια ιστορία. Λέγεται, ότι βοήθησε περισσότερους από 45.000 επιζώντες σεξουαλικής βίας. Έπειτα δημιούργησε και ίδρυμα που παρείχε, επίσης, κοινωνική, οικονομική και ψυχολογική βοήθεια. Η μεγάλη του προσφορά ανταμείφθηκε το 2018, όταν έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης (The Conversation, 2018). Νωρίτερα, το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο Ζαχάρωφ, το οποίο απονέμεται κάθε χρόνο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε άτομα που προσπαθούν να καταπολεμήσουν το φανατισμό και την κακοποίηση.

Ενώ η σύγκρουση έληξε το 2019, η σεξουαλική βία και οι συνέπειες της εξακολουθούν να υφίστανται στη Λαϊκή Δημοκρατια του Κονγκό. Την περασμένη χρονιά σημειώθηκαν πάνω από 6.000 περιστατικά σεξουαλικής βίας από τον Ιανουάριο έως το Σεπτέμβριο, με τους  περισσότερους επιζώντες να περιθωριοποιούνται από την κοινωνία (Sibson, 2020). Η Ύπατη Αρμοστεία έχει προσφέρει υπηρεσίες σε περισσότερες από 10.000 γυναίκες στην περιοχή του Kasai. Πλήθος ψυχολογικών και ιατρικών φορέων προσέφεραν σε αυτές ιατρική και ψυχολογική βοήθεια αντίστοιχα, ενώ η Ύπατη Αρμοστεία προσέφερε υλική βοήθεια για να τις υποστηρίξει. Πλέον, ο απώτερος σκοπός στο Κονγκό είναι η αρωγή προς τους επιζώντες, ώστε να ξεπεράσουν τις δραματικές εμπειρίες και να κάνουν μια νέα αρχή.

Επίλογος

Συνοψίζοντας, η σεξουαλική βία στις ένοπλες συρράξεις χρησιμοποιείται ως τακτική πολέμου, με στόχο την επικράτηση έναντι των αντιπάλων και την αποδυνάμωση τους, δίχως να υπολογίζονται οι τρομερές συνέπειες που υφίστανται τα θύματα αφενός, και η κοινωνία γενικότερα αφετέρου. Σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, όπως αποδείχθηκε και από την περιπτωσιολογική μελέτη της Αφρικανικής Δημοκρατίας του Κονγκό όπου, μέχρι πριν μερικούς μήνες αναφέρονταν εκατοντάδες περιστατικά σε καθημερινή βάση. Έτσι, γίνεται αντιληπτό ότι στο βωμό του πολέμου οι ανθρώπινες αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται σε ύψιστο βαθμό, με αποκορύφωμα την εκμετάλλευση και κακοποίηση του άμαχου πληθυσμού και κατ’ επέκταση την περιθωριοποίησή του από την κοινωνία. Η διεθνής κοινότητα και η κοινωνία των πολιτών πρέπει να επέμβουν δραστικά, με σκοπό την αποκαταστατική δικαιοσύνη τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο, καθώς και στον τερματισμό της εξαθλίωσης που υφίστανται τα θύματα αυτού του φαινομένου. Άλλωστε, όπως κατέδειξε η περίπτωση του Κονγκό, η αναγνώριση της σεξουαλικής βίας ως έγκλημα πολέμου δεν αρκεί, ώστε να αποφευχθούν τέτοιου είδους τακτικές και στρατηγικές σε μελλοντικές επιχειρήσεις για την επικράτηση σε μια ένοπλη σύγκρουση.

Βιβλιογραφία

Human Rights Watch (2014). “Democratic Republic of Congo: Ending Impunity for Sexual Violence”. Αvailable here. Accessed 11/03/2021.

International Committee of the Red Cross (2016). “Q & A: sexual violence in armed conflict”. Available here. Accessed 09/03/2021.

Maciejczak, J. (2013). “Sexual Violence as a Weapon of War.” E- International relations. Available here. Accessed 09/03/2021.

Prugl, E. (2019). “SEXUAL VIOLENCE: A NEW WEAPON OF WAR”. Available here. Accessed 09/03/2021.

Sellstrom, A. (2018). “Sexual violence as a weapon of war: why the Nobel Prize for Peace matters”. The Conversation. Available here. Accessed 12/03/2021.

Sibson, R. (2020). “Survivors of sexual violence rebuild their lives in the DRC». UN Refugee Agency. Available here. Accessed 13/03/2021.

Steans, J. (2016). «Το Φύλο στις Διεθνείς Σχέσεις». Τρίτη έκδοση, Αθήνα, Πεδίο.

The Security Council (2000). “Resolution 1325″. United Nations. Available here. Accessed 10/03/2021.

The Security Council (2008). “Resolution 1820″. United Nations. Available here. Accessed 10/03/2021.

The Security Council (2009). “Resolution 1888″. United Nations. Available here. Accessed 10/03/2021.