της Μαρίας Άλτα, Ερευνήτριας της Ομάδας Διεθνούς Δικαίου

Από τους αρχαίους χρόνους, η πειρατεία ήταν ένα φαινόμενο που μάστιζε τις θάλασσες. Οι πειρατικές επιθέσεις έθεταν σε κίνδυνο τις ζωές των ναυτικών, παρακώλυαν την διεθνή ναυσιπλοΐα και έπλητταν το θαλάσσιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία. Λόγω της ευρείας γεωγραφικής του έκτασης δε, αλλά και του μεγέθους της βλάβης που επέφερε στα κράτη, αναγνωρίστηκε ως το πρώτο έγκλημα διεθνούς ενδιαφέροντος. Η ανησυχητική επανεμφάνιση του φαινομένου κατά τις τελευταίες δεκαετίες διαταράσσει τη διεθνή πραγματικότητα και τονίζει την αδήριτη ανάγκη αντιμετώπισής του συνολικά από την παγκόσμια κοινότητα. Το φαινόμενο υφίσταται, λοιπόν, έως και σήμερα, με τις πλέον επικίνδυνες περιοχές να βρίσκονται στην Αφρική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Σομαλία, τον κόλπο του Άντεν και τον κόλπο της Γουινέας, αλλά και γενικότερα περιοχές στον Κόλπο της Δυτικής Αφρικής

Συγκεκριμένα, στόχος των πειρατικών επιθέσεων είναι είτε το φορτίο ενός εμπορικού πλοίου, είτε τα καύσιμα, είτε ακόμα και η απαγωγή μελών του πληρώματος με απώτερο σκοπό τα λύτρα. Μάλιστα, όσον αφορά την τελευταία περίπτωση, επισημαίνεται οτι Έλληνες ναυτικοί έχουν βρεθεί πολλάκις όμηροι, με πιο πρόσφατη περίπτωση, την ομηρία τριών Ελλήνων ναυτικών στα τέλη του Νοεμβρίου 2020, στην περιοχή της Νιγηρίας. Η υπόθεση είχε αίσιο τέλος, καθώς οι Έλληνες ναυτικοί απελευθερώθηκαν στις αρχές του Δεκεμβρίου. Ωστόσο, το περιστατικό υπενθυμίζει πως η πειρατεία παραμένει ένα σύγχρονο πρόβλημα. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Ναυσιπλοΐας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου οι καταγεγραμμένες επιθέσεις αυξήθηκαν το 2020, συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, σε 134 από 119, ενώ υπήρξε αύξηση και των απαγωγών κατά 40%. Το πρόβλημα αυτό, καθώς και την αντιμετώπισή του στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου στοχεύει να θίξει η παρούσα ανάλυση.

Νομολογία και Διεθνή Κείμενα αναφορικά με το διεθνές έγκλημα  της Πειρατείας

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η πειρατεία δεν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο. Αντιθέτως, λόγω της διαρκούς της παρουσίας στην ανθρώπινη ιστορία και υπό την αντίληψη ότι ο πειρατής είναι hostis humanis generis, δηλαδή εχθρός της ανθρωπότητας (Ρούκουνας, σελ 284), καθώς το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας εξελισσόταν, ήταν φυσικό επακόλουθο να υπάρξει συμβατική πρόβλεψη για την καταπολέμηση τέτοιων φαινομένων.

Η θέσπιση κανόνων αντιμετώπισης της πειρατείας πραγματοποιήθηκε αρχικά το 1958, με την Σύμβαση της Γενεύης για την Ανοιχτή Θάλασσα, στα άρθρα 14 έως 21. Την κατοχύρωση αυτή ακολούθησε και η μεταγενέστερη Σύμβαση του Montego Bay για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) ή αλλιώς  Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (εφεξής, UNCLOS), η οποία παρέχει τον ορισμό της πειρατείας στο Άρθρο 101 αυτής. Σύμφωνα με το τελευταίο, πειρατεία στοιχειοθετείται, όταν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: “κάθε παράνομη πράξη βίας ή κράτησης ή κάθε πράξη διαρπαγής που διαπράττεται για ιδιωτικούς σκοπούς από το πλήρωμα ή τους επιβάτες ιδιωτικού πλοίου ή αεροσκάφους και που κατευθύνεται:

  1. στην ανοικτή θάλασσα, εναντίον άλλου πλοίου ή αεροσκάφους ή εναντίον προσώπου ή περιουσιακών στοιχείων πάνω στο πλοίο ή το αεροσκάφος αυτό,
  2. εναντίον πλοίου, αεροσκάφους, προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων, σε τόπο εκτός της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε κράτους 
  3. κάθε πράξη εκούσιας συμμετοχής στη λειτουργία ενός πλοίου ή αεροσκάφους εν γνώσει των γεγονότων που καθιστούν το πλοίο ή το αεροσκάφος αυτό πειρατικό.
  4. Κάθε πράξη υποκίνησης ή σκόπιμης διευκόλυνσης πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 2 αυτού του άρθρου”

Ωστόσο, επειδή ο ορισμός είναι μεν εκτενής, αλλά δεν φωτίζει όλες τις πιθανές περιπτώσεις, είναι σύνηθες στην πράξη -αν και λανθασμένο- να συνδυάζεται και με τον όρο “ένοπλη ληστεία εναντίον πλοίων” (Ρούκουνας, σελ 284). Ωστόσο, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη και τις διατάξεις της UNCLOS, ένοπλη ληστεία νοείται μόνο στα εσωτερικά ύδατα και την αιγιαλίτιδα ζώνη των παράκτιων κρατών (περιοχές, δηλαδή, στις οποίες το κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία), ενώ αντίστοιχες πράξεις, όταν συμβαίνουν στην Ανοιχτή Θάλασσα, τότε στοιχειοθετούν το διεθνές έγκλημα της πειρατείας. Ο προσδιορισμός της έννοιας της ένοπλης ληστείας εμφανίζεται πάντως και στο Ψήφισμα Α.1025/2010 του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας

Σημαντική είναι και η Σύμβαση του 1988 για την Καταστολή Παράνομων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Διεθνούς Ναυσιπλοΐας, που αποσκοπεί στην δημιουργία εναρμονισμένων κανόνων και στην πρόβλεψη κατασταλτικών μέτρων κατά των ατόμων, που δρουν παράνομα εναντίον πλοίων και προσώπων που βρίσκονται μέσα σε αυτά (π.χ. καταστροφή πλοίου, άσκηση κυριαρχίας επί του πλοίου με βία κ.ο.κ). Σημειωτέον οτι η χώρα μας έχει επικυρώσει με τον νόμο 4169/2013 το Πρωτόκολλο του 2005 της Διεθνούς Σύμβασης του 1988 για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας και το Πρωτόκολλο του 2005 στο Πρωτόκολλο του 1988 για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας των σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα.

Η UNCLOS συνεχίζει την αναφορά στην πειρατεία στα Άρθρα 100 έως και 107. Σε αυτά καταγράφεται πως η αντιμετώπισή του φαινομένου αυτού χρήζει διακρατικής συνεργασίας (Άρθρο 100), ενώ δίνεται ο ορισμός του πειρατικού πλοίου ή αεροσκάφους (Άρθρο 103). Υπάρχει δε και πρόβλεψη για την διατήρηση ή την απωλεια της εθνικότητας του πλοίου (Άρθρο 104), για πλήρωμα που έχει στασιάσει (Άρθρο 102) και για κατάσχεση πειρατικού πλοίου ή αεροσκάφους (Άρθρο 105), αλλά μόνο από πολεμικά πλοία ή στρατιωτικά αεροσκάφη (Άρθρο 107). Τέλος, προβλέπεται ότι, σε περίπτωση που μια κατάσχεση πραγματοποιηθεί χωρίς επαρκή στοιχεία ή αποδειχθεί λάθος, είναι απαραίτητη η καταβολή αποζημίωσης από το κράτος (Άρθρο 106). 

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω κείμενα, το χαρακτηριστικό με την πειρατεία είναι πως υφίσταται για ιδιωτικούς σκοπούς (δηλαδή μη κρατικούς σκοπούς, προς τούτο και η διάκριση μεταξύ pirates και privateers, με τους δεύτερους να διαθέτουν σχετική εντολή από κράτος). Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν πειρατικές πράξεις ή επιθέσεις, δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν για πολιτικούς σκοπούς ή τελέστηκαν από το ίδιο το πλήρωμα (Shaw, σελ 446). 

Ωστόσο, το τι εστί ιδιωτικό όφελος δεν είναι πάντα σαφές, καθώς μπορεί να προκύψει σύγχυση ως προς την ερμηνεία του (Tanaka, 2012, σελ. 355). Ο Tanaka εντοπίζει δύο τρόπους ερμηνείας. Ο πρώτος εξαιρεί όλες τις παράνομες πράξεις με πολιτικό περιεχόμενο, γιατί δίνει έμφαση στο κίνητρο, το οποίο, όμως, είναι εκ των πραγμάτων υποκειμενικό. Ενώ, σύμφωνα με τον δεύτερο, ιδιωτικό όφελος είναι κάθε πράξη που δεν χαρακτηρίζεται από κρατική εξουσία. 

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της πειρατείας είναι πως η παράνομη ενέργεια πρέπει να έχει ως αποδέκτη ένα άλλο πλοίο και όχι να στρέφεται από το πλήρωμα κατά του ίδιου πλοίου (Στρατή, 2013, σελ 233). 

Επιπλέον, αν η παράνομη ενέργεια πραγματοποιηθεί εντός κυριαρχικής ζώνης ενός κράτους π.χ. στην Αιγιαλίτιδα, τότε αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το παράκτιο κράτος και η πράξη δύναται να χαρακτηριστεί ως ένοπλη ληστεία (Στρατή, σελ 231). Ωστόσο, όταν τέτοιες ενέργειες λαμβάνουν χώρα στην Ανοιχτή Θάλασσα, σημαίνει ότι τα πειρατικά πλοία υπόκεινται σε Οικουμενική Δικαιοδοσία.

Οικουμενική δικαιοδοσία των κρατών για το έγκλημα της Πειρατείας 

Γενικά, αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του δικαίου της θάλασσας, επί τη βάσει της αρχής της εθνικής κυριαρχίας των κρατών,  οτι όλα τα πλοία που ταξιδεύουν στις θάλασσες βρίσκονται υπό τον έλεγχο, την ευθύνη και την δικαιοδοσία του κράτους της σημαίας τους, κατά προσαρμογή της αρχής της εδαφικότητας (οι αρμοδιότητες του κράτους σημαίας περιγράφονται στο Άρθρο 94 της UNCLOS). 

Παρόλα αυτά, ιστορικά γίνεται δεκτό ότι η πειρατεία λόγω της βαρύτητάς της αποτελεί έγκλημα διεθνούς εμβέλειας και θα πρέπει να μπορεί να τιμωρείται από οποιοδήποτε κράτος είναι σε θέση να επιληφθεί της υπόθεσης. Για τον λόγο αυτό, αναγνωρίστηκε από νωρίς η εφαρμογή της αρχής της οικουμενικής δικαιοδοσίας. Η θέση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα πειρατικά πλοία συνήθως δεν έχουν σημαία και για αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατό να υπάγονται στη δικαιοδοσία ενός κράτους. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα και με το Άρθρο 105 της UNCLOS, ισχύει ότι “Κάθε κράτος μπορεί να κατάσχει ένα πειρατικό πλοίο ή αεροσκάφος στην ανοιχτή θάλασσα ή και σε άλλο μέρος έξω από την δικαιοδοσία οποιουδήποτε άλλου κράτους, ως και ένα πλοίο ή αεροσκάφος που έχει κυριευτεί και ελέγχεται και να συλλάβει τα πρόσωπα και να κατάσχει τα περιουσιακά στοιχεία τους πάνω από το πλοίο”.  

Το δικαίωμα της νηοψίας, όπως ονομάζεται, παρέχεται σε πολεμικά πλοία ή πλοία που φέρουν ειδική εξουσιοδότηση και διακριτικά εμβλήματα και επιτρέπει πρώτα την αποστολή λέμβου με μέλη του πληρώματος και έπειτα την επιβίβασή τους στο ύποπτο πλοίο, ώστε να το ελέγξουν. Εκτός από την περίπτωση της πειρατείας, το δικαίωμα παρέχεται και για περιπτώσεις δουλεμπορίου, παράνομων εκπομπών, έλλειψης εθνικότητας, απουσίας ή άρνηση επίδειξης σημαίας. Στην περίπτωση που το ύποπτο ή το συλληφθέν πλοίο αποδειχθεί ότι δεν είναι πειρατικό, το κράτος σημαίας έχει την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης προς το συλληφθέν πλοίο (Άρθρο 106, UNCLOS), ενώ σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι υποψίες, το πλήρωμα μπορεί να προβεί και σε συλλήψεις.

Δυσκολίες ως προς την σύλληψη και την δίκη των πειρατών

Σε περίπτωση που υπάρξει τέτοια σύλληψη, το πειρατικό πλήρωμα οδηγείται σε δίκη από το κράτος σημαίας του πλοίου που τους συνέλαβε, όπως καταγράφεται στην συνέχεια του Άρθρου 105: “τα Δικαστήρια του κράτους που ενήργησε την κατάσχεση μπορούν να αποφασίσουν αφενός μεν για τις ποινές που θα επιβληθούν, αφετέρου δε για τα μέτρα που θα ληφθούν σχετικά με τα πλοία, τα αεροσκάφη ή τα περιουσιακά στοιχεία, επιφυλασσόμενων των δικαιωμάτων τρίτων κρατών, που λειτουργούν με καλή πίστη”.

Ένα πρόβλημα που προκύπτει με την σύλληψη και, κατ’ επέκταση, με την δίκη των υπόπτων είναι ότι δεν έχουν όλες οι χώρες στο εσωτερικό τους δίκαιο κανόνες που να επιτρέπουν τέτοιες δικαιοδοτικές διαδικασίες, αν και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (εφεξής ΣΑ) έχει παροτρύνει τα κράτη να ποινικοποιήσουν την πειρατεία, να ορίσουν δηλαδή ρητά στην εθνική έννομη τάξη τους τις πράξεις εκείνες που θα πρέπει να θεωρούνται αξιόποινες ως πειρατικές ενέργειες, καθώς και να θεμελιώσουν την δικαιοδοσία τους επί τέτοιων ενεργειών, τελούμενων στην Ανοιχτή Θάλασσα  (Ψήφισμα 1976/2011, παρ.13). Η απουσία σχετικής εθνικής νομοθεσίας ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας νομικού κενού μετά την σύλληψη των πειρατών. Αυτό το κενό μπορεί να δημιουργήσει έναν δισταγμό ως προς την πραγματοποίηση της σύλληψης, σε συνδυασμό με την έλλειψη καθορισμένων από την UNCLOS ποινών. Επιπλέον, δεν υπάρχει ένα ειδικό διεθνές δικαστήριο που να επιλαμβάνεται υποθέσεων πειρατείας. Σχετικές υποθέσεις, λοιπόν, δυνητικά μπορούν να υπαχθούν στο γενικής αρμοδιότητας Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εφόσον υφίσταται σχετική διεθνής δικαιοδοτική βάση. Υπάρχει βέβαια το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, που υφίσταται από το 1982 και είναι αρμόδιο για την επίλυση διαφορών που άπτονται του δικαίου της θάλασσας. Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν  έχει αρμοδιότητα ως προς πρόσωπα, αλλά διάδικοι ενώπιόν του μπορούν να αποτελέσουν μόνο τα κράτη-μέρη (Άρθρο 20(1) του Καταστατικού) ή αν πρόκειται για τρίτα κράτη, αυτά που έχουν αποδεχτεί την αρμοδιότητα του (Άρθρο 20(2) του Καταστατικού).

Επίσης, η καταδίωξη είναι κοστοβόρα και επίφοβη, επομένως αρκετές φορές τα πλοία είναι διστακτικά ως προς τέτοιες ενέργειες (Tanaka, 2012, σελ 358 και 439).

Στο πλαίσιο αυτό πάντως, παράδειγμα που αξίζει να αναφερθεί είναι η Κένυα. Το 2010, ιδρύθηκε το πρώτο αντι-πειρατικό Δικαστήριο για Σομαλούς υπόπτους για συμμετοχή σε πειρατικές ενέργειες στην περιοχή του Κόλπου του Άντεν. Επίσης, η Κένυα έχει υπογράψει συμβάσεις με τρίτες χώρες όπως η Δανία και οι ΗΠΑ αλλά και με την  Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να μπορεί να ασκεί διώξεις σε υπόπτους πειρατείας που βρίσκονται στο έδαφός της (Gathii, 2017).

Είναι η πειρατεία έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας;

Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας υπάγονται στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και αναφέρονται ονομαστικά στο Άρθρο 7 του Καταστατικού της Ρώμης. Ενδεικτικά αναφέρονται τα επόμενα: ανθρωποκτονίες με πρόθεση, βασανιστήρια, διώξεις κατά ομάδων ή κοινοτήτων για λόγους πολιτικούς, φυλετικούς, εθνικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς ή άλλους λόγους, βίαιες εξαφανίσεις προσώπων και άλλες απάνθρωπες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα, οι οποίες με πρόθεση προκαλούν μεγάλο πόνο ή βαρεία σωματική βλάβη ή βαρεία βλάβη της διανοητικής ή σωματικής υγείας. Όπως όλα τα εγκλήματα του Καταστατικού της Ρώμης απαιτούν την πλήρωση ενός context, έτσι και οι παραπάνω πράξεις, προκειμένου να χαρακτηριστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, πρέπει να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο μιας ευρείας ή συστηματικής επίθεσης εναντίον μαχόμενου ή άμαχου πληθυσμού.

Η πειρατεία δεν αναφέρεται ρητώς και ως εκ τούτου εκφευγει καταρχήν από το πεδίο εφαρμογής του Καταστατικού της Ρώμης. Γίνεται, κατά συνέπεια, αντιληπτό πως μόνο αν πειρατικές πράξεις εντάσσονται στο context των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, θα μπορέσουν να χαρακτηρισθούν ως τέτοιες και να εξεταστούν από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Ενδεχομένως περιπτώσεις φυλάκισης και στέρησης της ελευθερίας του άμαχου πληρώματος, μια τακτική που συμβαίνει συχνά μέχρι να κατατεθούν τα λύτρα, όπως επίσης και τα βασανιστήρια ή χρήση βίας πάνω στο πλήρωμα ή ακόμα και η απειλή αυτής, να πληρούν κάποια στοιχεία της ειδικώς υπόστασης των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.

Στην πραγματικότητα, η πειρατεία είναι πράξη που γίνεται οργανωμένα από ομάδες, που αν και δεν είναι κρατικές, ασκούν de facto έλεγχο επί των επίμαχων περιοχών. Επομένως, κατά μία άποψη αυτό το κριτήριο πληρούται, όπως εντοπίζει ο Gaswaga (σελ 284- 285). 

Όσον αφορά την παράμετρο της εκτεταμένης ή συστηματικής επίθεσης, η πειρατεία μπορεί να υπαχθεί και στις δύο περιπτώσεις, αφού συνήθως οι επιθέσεις είναι επαναλαμβανόμενες, οργανωμένες και κατευθύνονται εναντίον μεγάλου αριθμού αμάχων, δηλαδή τα πολυάριθμα πληρώματα, αλλά και πραγματοποιούνται με χρήση ή απειλή χρήσης βίας.

Ωστόσο, η πράξη πρέπει να γίνει εν γνώση του δράστη ότι αποτελεί μέρος μίας τέτοιας συστηματικής επίθεσης (Gaswaga, 2013, σελ 291). 

Η Σομαλία και η Διεθνής Πρακτική

Μέχρι και σήμερα οι πειρατικές επιθέσεις συνεχίζονται στα νερά της Σομαλίας, που λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελεί πέρασμα για εκατοντάδες πλοία που εξυπηρετούν το παγκόσμιο εμπόριο. Ωστόσο, η περίπτωση της Σομαλίας είναι ιδιαίτερη και για έναν ακόμα λόγο: αποτελεί ένα αποτυχημένο κράτος (failed state) με προσωρινή ομοσπονδιακή κυβέρνηση (TFG), που αδυνατεί να επιβληθεί επί του φαινομένου και να εγγυηθεί την ασφάλεια των πλοίων. Η απουσία ισχυρής κυβέρνησης, η γεωγραφική της θέση -καθώς αποτελεί διεθνές πέρασμα- και η φτώχεια στο εσωτερικό της, οδηγούν σε συνεχόμενη αύξηση των πειρατικών επιθέσεων.

Επειδή, το ίδιο το κράτος δεν δύναται να ελέγξει την κατάσταση, έχει κινητοποιηθεί σχετικά η διεθνής κοινότητα, το ΣΑ και το ΝΑΤΟ υπέρ της προστασίας του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου.

Η συνεργασία των κρατών για την αντιμετώπιση φαινομένων πειρατείας, προβλέπεται στο Άρθρο 100 της UNCLOS, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ωστόσο, το Άρθρο, αν και δεσμευτικού χαρακτήρα, δεν αποτυπώνει υποχρέωση δράσης, αφού αναφέρει μόνο πως “Όλα τα κράτη πρέπει να συνεργάζονται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό για την καταστολή της πειρατείας στην ανοιχτή θάλασσα ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος που βρίσκεται έξω από την δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους”. Ωστόσο, προσπάθειες κάλυψης του νομικού αυτού κενού έχουν γίνει στην διεθνή πρακτική, αφού οι συνέπειες των επιθέσεων είναι οικουμενικές και αφορούν κάθε κράτος. 

Το ΣΑ έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο με τις Εκθέσεις και τα Ψηφίσματά του σε συμφωνία με την TFG. Ενδεικτικά αναφέρεται το Ψήφισμα ΣΑ 1816/2008, που αφορά στην Σομαλία και επιτρέπει στα κράτη να επέμβουν, ώστε να αντιμετωπίσουν την πειρατεία με την χρήση κάθε μέσου. Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Επιχείρηση Atlanta της Ευρωπαϊκής Ναυτικής Δύναμης για την Σομαλία του 2008, με σκοπό την επιτήρηση της περιοχής και την αποτροπή επιθέσεων σε πλοία που μεταφέρουν τρόφιμα μέσω του προγράμματος World Food Programme. Στην συγκεκριμένη επιχείρηση συμμετείχε και η Ελλάδα, καθώς ανέλαβε την διοίκηση της EU NAVFOR το 2009 για ένα εξάμηνο (Στρατή, 2013, σελ 237). 

Δεύτερη είναι η Επιχείρηση Ocean Shield του NATO το 2009, η οποία μάλιστα το 2014 ανανεώθηκε ως και το 2016. Και αυτή η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε για την αποτροπή των επιθέσεων στα νερά της αφρικανικής ηπείρου μέσω ναυτικής συνοδείας των διερχόμενων πλοίων από πλοία του ΝΑΤΟ. Επίσης, υπήρχε εξουσιοδότηση χρήσης βίας από τα πληρώματα του ΝΑΤΟ, δικαίωμα νηοψίας και συνεχούς καταδίωξης (hot pursuit), αλλά και παρακολούθηση όλων των εμπορικών διερχόμενων σκαφών. 

Τα κράτη έχουν οργανωθεί και σε περιφερειακό επίπεδο, με Συμφωνίες όπως η Περιφερειακή Συμφωνία Συνεργασίας κατά της Πειρατείας και της Ένοπλης Ληστείας εναντίον πλοίων στην Ασία (2004). Και σε κρατικό και ατομικό επίπεδο, όμως, κράτη και ιδιωτικές εταιρείες λαμβάνουν τα μέτρα τους για την αντιμετώπιση των πειρατών. Μια συνηθισμένη τακτική είναι η πρόσληψη προσωπικού ασφαλείας, η εκπαίδευση του ίδιου του πληρώματος ή ακόμα και η τοποθέτηση συστημάτων παρακολούθησης. Ένα τελευταίο παράδειγμα είναι η θέσπιση από την EU NAVFOR  του Οδηγού Βέλτιστων Πρακτικών Διαχείρισης BMP4 για την Δυτική Αφρική και BMP5 για την Ερυθρά Θάλασσα, τον Κόλπο του Άντεν, τον Ινδικό Ωκεανό και την Αραβική θάλασσα.

Συμπέρασμα 

Φαίνεται, λοιπόν, πως ακόμη και σήμερα η πειρατεία συνεχίζει να αποτελεί ένα υπαρκτό και ανησυχητικό  φαινόμενο με τις επιθέσεις να γίνονται ολοένα και συχνότερες. Βάσει των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, η πειρατεία αναγνωρίζεται ως  διεθνές έγκλημα, το οποίο εμπίπτει σε οικουμενική δικαιοδοσία, όταν λαμβάνει χώρα σε διεθνή ύδατα. Υπό συγκεκριμένες δε συνθήκες (π.χ. όταν διαπραχθεί φόνος), οι πειρατικές επιθέσεις μπορεί να θεωρηθούν και  εγκλήματα  κατά της ανθρωπότητας, υπαγόμενα στη δικαιοδοσία του ΔΠΔ. Για την αντιμετώπιση και καταστολή του φαινομένου, η διεθνής κοινότητα συνεχίζει τις  προσπάθειες για καλύτερη αστυνόμευση των επικίνδυνων περιοχών και ανάπτυξη της νομοθεσίας περί του θέματος τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές δίκαιο.

Είναι σημαντικό ότι τα κράτη καταφέρνουν και συνεργάζονται, καθώς οι επιθέσεις δεν απευθύνονται σε συγκεκριμένα πλοία, αλλά πλήττουν συνολικά την οικονομία και το διεθνές εμπόριο, καθιστώντας την καταπολέμησή  τους οικουμενική ανάγκη. Ειδικά στην σημερινή εποχή, που έχουν αναπτυχθεί και τα μέσα των πειρατών (π.χ. πιο σύγχρονα όπλα), αλλά και έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των απαγωγών, καθίσταται σαφές πως η λήψη δραστικότερων κατασταλτικών μέτρων  είναι  σημαντική υποχρέωση των κρατών.

Βιβλιογραφία

Hillier, T. (1998). “Sourcebook on Public International Law”, Cavendish Publishing Limited.

Tanaka, Y. (2012). “The International Law of the Sea”, Cambridge University Press.

Ιωάννου, K., Α.Στρατή (2013).”Δίκαιο της Θάλασσας”,  4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.

Ρούκουνας, E. (2017). “Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο”, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.

Αρθρογραφία

Council on foreign relations, (2008). “Somalia’s Transitional Goverment”. Διαθέσιμο εδώ.

Dapo Akante, (2010).  “𝘈𝘯𝘵𝘪- 𝘱𝘪𝘳𝘢𝘤𝘺 𝘤𝘰𝘶𝘳𝘵 𝘰𝘱𝘦𝘯𝘴 𝘪𝘯 𝘒𝘦𝘯𝘺𝘢”, Blog of the European Journal of International Law. Διαθέσιμο εδώ.

Gaswaga D., (2013). “DOES THE INTERNATIONAL CRIMINAL COURT HAVE JURISDICTION OVER THE RECRUITMENT AND USE OF CHILD PIRATES AND THE INTERFERENCE WITH THE DELIVERY OF HUMANITARIAN AID BY SOMALI PIRATES?”, 𝘐𝘓𝘚𝘈 𝘑𝘰𝘶𝘳𝘯𝘢𝘭 𝘰𝘧 𝘐𝘯𝘵𝘦𝘳𝘯𝘢𝘵𝘪𝘰𝘯𝘢𝘭 & 𝘊𝘰𝘮𝘱𝘢𝘳𝘢𝘵𝘪𝘷𝘦 𝘓𝘢𝘸 𝘝𝘰𝘭. 19:2. Διαθέσιμο εδώ.

Gathii J.T., (2017). “Kenya’s Piracy Prosecutions”, 𝘊𝘢𝘮𝘣𝘳𝘪𝘥𝘨𝘦 𝘜𝘯𝘪𝘷𝘦𝘳𝘴𝘪𝘵𝘺 𝘗𝘳𝘦𝘴𝘴. Διαθέσιμο εδώ.

Naftemporiki.gr, (2020). “Ελεύθεροι οι τρεις Έλληνες ναυτικοί που απήχθησαν από πειρατές στη Νιγηρία”. Διαθέσιμο εδώ.

Ιστοσελίδες

Διεθνές Γραφείο Ναυσιπλοΐας. Διαθέσιμο εδώ. 

Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας. Διαθέσιμο εδώ.

Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Διαθέσιμο εδώ.

Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Γιουγκοσλαβία. Διαθέσιμο εδώ.

Διεθνής Οργανισμός Ναυσιπλοΐας. Διαθέσιμο εδώ.

Επιχείρηση Atlanta (2008). Διαθέσιμη εδώ.

Επιχείρηση Ocean Shield (2009). Διαθέσιμη εδώ.

Κατάλογος ΗΕ με αποφάσεις σχετικά με την πειρατεία. Διαθέσιμο εδώ.

World Food Programme. Διαθέσιμο εδώ.

Νομικά κείμενα  

Legal Framework for the Repression of Piracy under UNCLOS (2010). Διαθέσιμο εδώ.

Αναφορά 2020 Διεθνούς Γραφείου Ναυσιπλοΐας (2020). Διαθέσιμη εδώ

Έκθεση Διεθνούς Γραφείου Ναυσιπλοΐας (2020). Διαθέσιμη εδώ

Ψήφισμα ΣΑ 1976/2011, “Για πράξεις πειρατείας και ένοπλης ληστείας στην θαλάσσια περιοχή των ακτών της Σομαλίας”. Διαθέσιμη εδώ.

Ψήφισμα ΣΑ 1816/2008, “Για τη στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας”. Διαθέσιμη εδώ.  

Καταστατικό Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας. Διαθέσιμο εδώ.

Καταστατικό Ρώμης. Διαθέσιμο εδώ.

Νόμος 4169/2013 – ΦΕΚ 162/Α/12-7-2013. Διαθέσιμο εδώ.

Περιφερειακή Συμφωνία Συνεργασίας κατά της Πειρατείας και της Ένοπλης Ληστείας εναντίον πλοίων στην Ασία (2004). Διαθέσιμη εδώ.

Σύμβαση για την Καταστολή Παράνομων πράξεων εναντιον της Διεθνούς Ναυσιπλοΐας (1988). Διαθέσιμη εδώ.

Σύμβαση της Γενεύης για την Ανοιχτή Θάλασσα (1958). Διαθέσιμη εδώ.

Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας(1982). Διαθέσιμη εδώ.

Απόφαση Α.1025(26) του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας . Διαθέσιμο εδώ.

Νομολογία

Υπόθεση ΔΠΔ, Prosecutor v. Mile Msksic, Miroslav Radic, and Veselin Sljivancanin. Διαθέσιμη εδώ.