Η φωτογραφία εξωφύλλου απαθανατίστηκε από τον συγγραφέα κατά την επίσκεψή του στο Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας (House of European History) στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία, οι διαφορετικές φωτογραφίες και σκίτσα στον πίνακα απεικονίζουν τη μοναδική οπτική του κάθε ευρωπαϊκού κράτους για τον πόλεμο: οι διαφορετικές εικόνες αντικατοπτρίζουν, έτσι, την ευρωπαϊκή ετερογένεια μεταξύ των στρατηγικών κουλτούρων, ενώ όλος ο πίνακας μαρτυρά το διαρκές αίτημα για μια κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική κουλτούρα.
Του Αχιλλέα Τσιργή, μέλους της Ομάδας Μελέτης «Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής»
Εισαγωγή
Το 2022 ξεκίνησε με την ανάληψη της προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Γαλλία. Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν υπόσχεται μια Ευρώπη Άμυνας, με αυξημένες στρατιωτικές ικανότητες και στρατηγική αυτονομία. Η πρόθεση αυτή εντάσσεται με τη σειρά της σε ένα γενικότερο πλαίσιο ευρωπαϊκού αναθεωρητισμού σχετικά με τις στρατηγικές επιλογές στο κομμάτι της Κοινής Πολιτικής Άμυνας και Ασφάλειας (Κ.Π.Α.Α.). Πρωτεργάτες αυτής της δράσης είναι η προαναφερθείσα Γαλλία, η οποία παραδοσιακά επιδιώκει την αναβάθμιση της στρατηγικής αυτονομίας της Ένωσης, καθώς και η Γερμανία, η οποία τα τελευταία χρόνια δείχνει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Ευρώπης.
Η ορθολογική εξήγηση της συμπεριφοράς αυτής των δύο μεγαλύτερων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εδράζεται στην συλλογιστική σύμφωνα με την οποία, μια τεράστια συστημική αλλαγή, η άνοδος της Κίνας, έχει μεταβάλλει τις στρατηγικές προτεραιότητες και τους στόχους υψηλής στρατηγικής των δύο χωρών. Μια ανάλυση δομικού ρεαλισμού (νεορεαλισμού) φαινομενικά μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Ωστόσο, αυτό το άρθρο έρχεται να υποστηρίξει ότι ο δομικός ρεαλισμός δεν επαρκεί. Μπορεί μεν να καταδείξει μια γενική τάση, αλλά αδυνατεί να αιτιολογήσει γιατί η Γαλλία και η Γερμανία τείνουν μεν προς την ίδια κατεύθυνση, με διαφορετική ταχύτητα δε. Για να απαντηθεί αυτό, προτείνεται η χρήση του νεοκλασικού ρεαλισμού, ο οποίος εκφράζει τη λήψη αποφάσεων ως αποτέλεσμα ερμηνείας των συστημικών ερεθισμάτων από την ηγετική ελίτ (Ripsman, 2011).
Οι εξελίξεις που μαρτυρούν τον γραφειοκρατικό ακτιβισμό
Η άνοδος στην εξουσία του Μακρόν αποτέλεσε τον πιό δυναμικό παράγοντα επιτάχυνσης της ολοκλήρωσης στον τομέα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (Κ.Ε.Π.Π.Α.). Λίγο μετά την εκλογή του και στην πρώτη του επίσκεψη στη Γερμανία, ο Γάλλος πρόεδρος διακήρυξε, μαζί με την Α. Μέρκελ, τον στόχο του να προκαλέσει νέο δυναμισμό στην γαλλογερμανική συνεργασία, καθώς και την επιθυμία για την ανάπτυξη ενός χάρτη πορείας (charter) για την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δηλώσεις αυτές σχετίζονταν και με την επιδιωκόμενη και τελικά επιτυχημένη ενεργοποίηση του σχήματος Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO), στο οποίο συμμετέχουν 25 κράτη-μέλη (PESCO, 2018), κάτι που υπέδειξε μια νέα εποχή στρατιωτικής συνεργασίας στην Ευρώπη. Κύριο χαρακτηριστικό της νέας αυτής εποχής είναι η διαφοροποιημένη ολοκλήρωση, η οποία με λίγα λόγια πρόκειται για το θεωρητικό εργαλείο που επιτρέπει σε ορισμένα μέλη να προχωρήσουν με περαιτέρω εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε τομείς πολιτικής, χωρίς να δεσμεύουν τα υπόλοιπα κράτη που δεν συμμετέχουν (Stubb, 1996).
Σταθμό στη συνεργασία αποτελεί, από το 2017 και μετά, το EI2 (European Intervention Initiative). Με μεγάλη ακρίβεια εντοπίζεται ορθά από τον Μακρόν, πρωτοστάτη του εγχειρήματος, η έλλειψη στρατηγικής κουλτούρας στην Ευρώπη. Γενικώς δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός για τη στρατηγική κουλτούρα. Ανάλογα με το επίπεδο και την περίπτωση της εξέτασης, διαφορετικός ορισμός μπορεί να ταιριάζει καλύτερα. Εν προκειμένω, θα χρησιμοποιηθεί ο ορισμός της δεύτερης γενιάς ακαδημαϊκών (για μια ανάλυση των γενεών βλέπε: Anand, 2020), ότι δηλαδή στρατηγική κουλτούρα είναι οι τρόποι σκέψης και δράσης σε σχέση με την ισχύ και τη βία, που προέρχεται από την αντίληψη της εθνικής ιστορικής εμπειρίας για τις φιλοδοξίες προς μια ώριμη συμπεριφορά με εθνικούς όρους (Gray, 1999). Η πρωτοβουλία αποτελεί ουσιαστικά ένα μη-δεσμευτικό και εύκαμπτο φόρουμ, όπου τα 25 κράτη-μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες για να υπερασπιστούν τα Ευρωπαϊκά συμφέροντα ασφαλείας. Αυτός ο κάπως γενικός ορισμός της πρωτοβουλίας είναι ενδεικτικός του πρωταρχικού στόχου του: της ενίσχυσης της κοινής στρατηγικής κουλτούρας με κάθε δυνατό τρόπο (French MFA, 2017).
Το 2019 εντοπίζεται η ενίσχυση της συνεργασίας στον γαλλογερμανικό άξονα. Η συνεργασία αποκρυσταλλώνεται με την Συνθήκη του Άαχεν. Η συνθήκη αυτή υπογράμμιζε την υποχρέωση των δύο κρατών να μην μεταφέρουν ή εξάγουν όπλα σε τρίτο μέρος, εάν αυτό τους ζητηθεί. Η πραγματική καινοτομία αυτής της συνθήκης βρίσκεται στην παράγραφο που τονίζει ότι τα δύο μέρη έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν την επιτυχία ή αποτυχία μιας εξαγωγής από το άλλο μέρος, εάν το πρώτο μέρος έχει συνεισφέρει περισσότερο από 20% των εξαγώγιμων εξοπλισμών σε καθαρή αξία (French MFA, 2019).
Μια σύντομη ανάλυση πάνω στις τρεις αυτές πράξεις και πρωτοβουλίες αναδεικνύει τους δύο τομείς στους οποίους ο γαλλογερμανικός άξονας επικεντρώνει την προσοχή του. Αρχικά, στην ανάπτυξη μιας κοινής στρατηγικής κουλτούρας και εν συνεχεία στην ενίσχυση της συνεργασίας όχι μόνο σε υπηρεσιακό-επιχειρησιακό αλλά και πολιτικό επίπεδο. Δηλαδή, ο στόχος υψηλής στρατηγικής προς επίτευξη από τις δύο χώρες όσον αφορά την διαχείριση των Ευρωπαϊκών ζητημάτων είναι η δημιουργία μιας Ευρώπης στρατηγικής αυτονομίας.
Θεωρητικό Υπόβαθρο
Όπως θα αποδειχθεί σύντομα, ο ακτιβισμός των δύο χωρών στον τομέα της άμυνας σχετίζεται άμεσα με τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις και τα παράθυρα ευκαιρίας του σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Με άλλα λόγια, στις συστημικές αλλαγές. Μια ανάλυση δομικού ρεαλισμού θα θεωρούσε την παραπάνω γραμμική συσχέτιση επαρκή για να δικαιολογήσει το φαινόμενο. Ωστόσο, το πλαίσιο της θεωρίας είναι τέτοιο, ώστε να αγνοεί παντελώς το εσωτερικό/κρατικό επίπεδο ανάλυσης. Τις εσωτερικές, ενδοκρατικές, δηλαδή, δυνάμεις που επηρεάζουν την ηγετική ελίτ, καθώς και την ατομική ιδιοσυγκρασία των ηγετών που τελικά καθορίζουν την δράση και εξηγούν επιπρόσθετα την ιδιόμορφη ταχύτητα δράσης στον γαλλογερμανικό άξονα. Ο ίδιος ο Waltz έχει παραδεχτεί (1979) ότι ο δομικός ρεαλισμός δεν είναι σε θέση να εξηγήσει τις εσωπολιτικές συνθήκες μέσα σε ένα κράτος. Για αυτόν ακριβώς το λόγο προτείνεται η χρήση του νεοκλασικού ρεαλισμού, ένα (μεταμοντέρνο) αναλυτικό εργαλείο που συμπεριλαμβάνει την νεοφιλελεύθερη προϋπόθεση ότι η εσωτερική πολιτική επηρεάζει την εξωτερική (Zakaria, 1998), και την επεκτείνει με στίγματα κονστρουκτιβισμού περί της αντίληψης και των ταυτοτήτων, όπως θα αναδειχθεί.
Ο νεοκλασικός ρεαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως από τους Fareed Zakaria (1992,1998) και Gideon Rose (1998), προκειμένου να προσφέρει μια εύληπτη και προσαρμοστική λύση, συνεχίζοντας το έργο του νεορεαλισμού εκεί που χωλαίνει. Συγκεκριμένα, μοιράζεται τις κοινές ρεαλιστικές παραδοχές ότι τα κράτη είναι οι μόνοι νομιμοποιημένοι, ορθολογικοί δρώντες, που επιθυμούν τα σχετικά κέρδη και βασίζουν τη λήψη αποφάσεων στην ανάλυση κόστους-οφέλους, επηρεασμένα από συστημικές πιέσεις (Rose,1998). Ταυτόχρονα όμως, εκλείπει η αντίληψη ότι το εσωτερικό των κρατών είναι ένα «μαύρο κουτί». Ο νεοκλασικός ρεαλισμός αντιλαμβάνεται δηλαδή την κρατική συμπεριφορά ως αντίδραση στους περιορισμούς και τα παράθυρα του διεθνούς συστήματος, επηρεασμένη από εσωτερικούς παράγοντες: (α) την σχέση μεταξύ κράτους-κοινωνίας, (β) την φύση των εσωτερικών πολιτικών καθεστώτων, (γ) την στρατηγική κουλτούρα και (δ) τις αντιλήψεις των ηγετών (Ripsman, 2011). Αυτό που ερμηνεύεται παραδοσιακά ως συστημική επίδραση, δεν επιφέρει αυτόματη αντίδραση αλλά αποτελεί συστημικό ερέθισμα (stimulus) (Ripsman, Taliafero & Lobell, 2016). Η επέκταση της λογικής αυτής, θέλει την ηγετική ελίτ να φιλτράρει ανάλογα με τους παραπάνω εσωτερικούς παράγοντες τα ερεθίσματα και να δρα αναλόγως.
Κύρια ανάλυση
Προχωρώντας στην ανάλυση, αυτή θα χωριστεί σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος θα αναδειχθούν οι συστημικές μεταβολές, οι οποίες είναι αναντίρρητα ιδιαίτερα σημαντικές, αφού αποτελούν το συστημικό ερέθισμα. Στο δεύτερο, θα προσδιοριστούν οι εσωτερικοί παράγοντες που επηρεάζουν την λήψη αποφάσεων της ηγετικής ελίτ των δύο χωρών, οι οποίοι αποτελούν το πλαίσιο της δράσης. Οι παράγοντες αυτοί συνίστανται στις ικανότητες, το ρόλο και το πεδίο δράσης της ηγετικής ελίτ, στην οποία εναπόκειται τελικά η ερμηνεία και αντίδραση στο συστημικό ερέθισμα. Σκοπός είναι γενικά η διαλεύκανση των κινήτρων της γαλλογερμανικής επιθυμίας για στρατηγική αυτονομία και ειδικότερα, η απάντηση στο ερώτημα γιατί αυτή προκύπτει εν τέλει ετεροχρονισμένα μεταξύ των δύο χωρών.
Το συλλογιστικό πλαίσιο διαμορφώνεται τοιουτοτρόπως ως μια εξίσωση με:
i. Μια ανεξάρτητη (εξωτερική προς το ευρωπαϊκό σύστημα) μεταβλητή -οι συστημικές αλλαγές- που τροποποιεί τις συνθήκες και δημιουργεί την ανάγκη για δράση.
ii. Μια ενδιάμεση μεταβλητή -η ηγετική ελιτ- που αποτελεί βασικά το “φίλτρο” μέσα από το οποίο ερμηνεύεται η συστημική αλλαγή και που υπόκειται σε περιορισμούς (στρατηγική κουλτούρα και σχέση κράτους κοινωνίας).
iii. Την εξαρτημένη μεταβλητή, δηλαδή την αυξανόμενη και ετεροχρονισμένη δράση του γαλλογερμανικού άξονα προς μια στρατηγικά αυτόνομη ΕΕ.
α. Συστημικές αλλαγές
Η ανάδυση της Κίνας αποτελεί την κυριότερη συστημική αλλαγή. Μεταφράζεται στην ευρωπαϊκή ατζέντα υπό τη μορφή τροποποίησης των σχέσεων τόσο με την Κίνα όσο και με τις ΗΠΑ, επηρεάζοντας συνεπώς πολυπαραγοντικά τις αξιώσεις του γαλλογερμανικού άξονα.
Αναφορικά με την Κίνα: Βραχυπρόθεσμα, ως σημείο αφετηρίας αναδύονται οι στρατηγικές-κομβικές επενδύσεις της Κίνας σε εδάφη χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με μεγαλύτερο παράδειγμα την επένδυση της εταιρείας Cosco στο λιμάνι του Πειραιά. Μεσοπρόθεσμα, ειπώθηκε το 2016, ότι «τα σχέδια της Κίνας για περιφερειακή ηγεμονία μέσα από την στήριξη του Asian Investment Infrastructure Bank (AIIB) και του Νέου Δρόμου του Μεταξιού (Belt-Road Initative), δύνανται να επηρεάσουν το παγκόσμιο σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης (Huang, 2016). Έξι χρόνια αργότερα, διαφαίνεται ότι η πρόβλεψη αυτή καθίσταται εύστοχη. Μακροπρόθεσμα, το κινεζικό δόγμα της «Peacefully Rising China» αντικαταστάθηκε με ένα δόγμα εθνικού ρεβανσισμού της Κίνας. Οι επενδύσεις σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, από 32 δισ. δολάρια το 1998, εκτινάχθηκαν στα 239 δις το 2019, σύμφωνα με στοιχεία του Swedish International Peace Research Institute (SIPRI, 2019). H άνοδος της Κίνας επηρεάζει το διεθνές σύστημα με τέτοιο τρόπο, που η στρατηγική αυτονομία γίνεται μια διαδικασία πολιτικής επιβίωσης.
Αναφορικά με τις ΗΠΑ: Η αρχικώς εκφραζόμενη στις αρχές του 21ου αιώνα, από αναλυτές όπως ο J. Mearsheimer (2001), άποψη περί της ανάγκης στροφής της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς την Ασία για ανάσχεση της Κίνας, τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή από τις αρχές του 2017. Η πρώτη επίσημη πολιτική ανακοίνωση που συμβάδιζε με αυτή τη λογική ήταν το Pivot to Asia. Η μεταστροφή αυτή εμπεριείχε την εμβάθυνση της στρατηγικής εμπλοκής στην Ασία και τον Ειρηνικό και ένα μικρότερο στρατιωτικό αποτύπωμα στην Μέση Ανατολή (De Castro, 2018). Οι αρχικές οικονομικές κυρώσεις της κυβέρνησης Trump εναντίον της Κίνας και η ταυτόχρονη υποτίμηση των ΝΑΤΟϊκών (Ευρωπαίων) συμμάχων αποτέλεσαν την αρχή. Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε και αποκρυσταλλώθηκε το 2021 από την συμφωνία AUKUS, μια συμμαχία με δεδηλωμένο σκοπό την ανάσχεση της Κίνας. Η απομάκρυνση των ΗΠΑ από το ευρωπαϊκό υποσύστημα, αφήνει την Ευρωπαϊκή Ένωση εκτεθειμένη στις υβριδικές απειλές της Μέσης Ανατολής (μεταναστευτικές ροές, πόλωση των θεμάτων πολιτικής) και την σκληρή ισχύ της Ρωσίας (ενεργειακή μόχλευση/leverage στα ανατολικά σύνορα και το ζήτημα της ασφαλειοποίησης της Ουκρανίας). Συνεπώς επιτάσσεται η ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας της Ένωσης, μέσω της οποίας οριοθετείται το μεγαλύτερο μέρος των διεθνών αξιώσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας.
β. Λήψη αποφάσεων από τις ηγετικές ελίτ
Για την πλήρη κατανόηση της γαλλογερμανικής πολιτικής ενεργοποίησης στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας δεν αρκεί η εξήγηση της συστημικής αλλαγής. Αυτή αποτελεί μονάχα το ερέθισμα, ενώ σε καμία περίπτωση δεν εξηγεί το καίριο ζήτημα της διαφορετικής δυναμικής/ταχύτητας των δύο χωρών. Η ανάδειξη της πτυχής αυτής απαιτεί την διείσδυση στην σφαίρα εσωτερικής πολιτικής. Εναπόκειται στην ηγετική ελίτ η λήψη της απόφασης, η οποία επηρεάζεται εν προκειμένω από τρεις παραμέτρους που θα εξετάσουμε: την αντίληψη των ηγετών, τη στρατηγική κουλτούρα των δύο χωρών καθώς και τη σχέση κράτους-κοινωνίας.
Παραδοσιακά, η Γερμανική στρατηγική κουλτούρα είναι πιο ειρηνική και μετριοπαθής από τις υπόλοιπες δυνάμεις μεσαίου και μεγάλου εύρους για λόγους ιστορικούς. Η αναδιαμόρφωση και ανακατασκευή του γερμανικού μιλιταρισμού επιτεύχθηκε με την δημιουργία μιας civilian power Γερμανίας, η οποία προωθεί την πολυμέρεια, την δημιουργία θεσμών και μέσα από τη χρήση εθνικών και υπερεθνικών νορμών προσπαθεί να μειώσει τη χρήση βίας στο διεθνές σύστημα (Maull 2000). Ωστόσο, μαζί με το πέρας του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται να σβήνει σιγά σιγά και το Γερμανικό στίγμα που επέβαλε μια πασιφιστική, κατά οποιασδήποτε χρήσης δηλαδή βίας, πολιτική. Αυτό φυσικά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την επανεμφάνιση του γερμανικού μιλιταρισμού. Σε έρευνα στην ερώτηση «Θα πολεμούσατε για την πατρίδα σας;» η Γερμανία είχε το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό καταφατικής απάντησης με ποσοστό 18% (WIN/Gallup, 2015). Σημαίνει μονάχα ότι εμφανίζεται μια σταδιακή και αργή μετατροπή της στρατηγικής κουλτούρας της χώρας, η οποία μπορεί να εξηγήσει την αλλαγή της στάσης της χώρας τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα με τη Γερμανία, η Γαλλία έχει μια θεμελιωδώς διαφορετική στρατηγική κουλτούρα. Λόγω του αποικιακού παρελθόντος και των εθνικών συμβόλων, η Γαλλία είναι συνηθισμένη στη χρήση στρατιωτικών δυνάμεων για την προστασία Γάλλων πολιτών και γαλλικών συμφερόντων. Ένα θεμελιώδες μέρος του Γαλλικού δόγματος στη διάρκεια του χρόνου αποτελεί η θέληση για αναγωγή του διεθνούς ρόλου της Γαλλίας σε μεγάλη δύναμη με τη χρήση στρατιωτικών μέσων (Hellman, 2016).
Η αντίληψη των ηγετών, επόμενο σημαντικό εργαλείο του νεοκλασικού ρεαλισμού για την ερμηνεία των ερεθισμάτων (stimuli) στηρίζεται στην ψυχολογική ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τους. Είναι μια παράμετρος που δεν σχετίζεται απαραίτητα με τη στρατηγική κουλτούρα και αντανακλά τις προσωπικές απόψεις των ηγετών. Μέσα από σειρά δηλώσεων, αμφότεροι οι αρχηγοί (Μακρόν-Μέρκελ) εμφανίζονται να είναι αποφασισμένοι. Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο ότι ο Μακρόν εμφανίζεται εμφατικός, χρησιμοποιώντας περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο Γάλλο πρόεδρο το «εμείς» και το «Ευρώπη» (Labbé, Savoy, 2020), ενώ από την άλλη η Μέρκελ είναι πιο προσεκτική και αναλυτική. Όπως τονίζεται από τον Qvortrup (2017), αυτό πιθανώς οφείλεται στις σπουδές της και το ιστορικό της ως θετικός επιστήμονας.
Στο βαθμό που και οι δύο ηγέτες είναι αποφασισμένοι, δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για αναγνώριση και εκμετάλλευση των συστημικών παραθύρων ευκαιρίας. Επίσης, η ανάδειξη του διαφορετικού τρόπου σκέψης των δύο ηγετών μπορεί να δικαιολογήσει την προαναφερόμενη διαφορά στην ταχύτητα ανάληψης δράσης, αφού η Μέρκελ κατα τη διάρκεια της θητείας της ήταν πιο μετριοπαθής (incremental) και δεν προέβαινε σε σπασμωδικές δράσεις. Πράγματι, η αποφασιστικότητα εκφράζεται αναλόγως στις φράσεις και δηλώσεις τους, που επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση. Στη δήλωση «EU-China: A Strategic Outlook», η Κίνα αποκαλείται (από την ΕΕ) ως συστηματικός αντίπαλος που προωθεί αντίθετα μοντέλα διακυβέρνησης (EEAS, 2019). Ο Μακρόν ήταν επίσης αυτός ο οποίος χαρακτήρισε το ΝΑΤΟ εγκεφαλικά νεκρό και εξέφρασε τις αμφιβολίες του για την Αμερικανική δέσμευση στη συλλογική ασφάλεια (BBC, 2017). Επίσης, στην περίφημη ομιλία της Σορβόννης , μίλησε για μια «σταθερή και αναπόφευκτη απομάκρυνση της Αμερικής [από την Ευρώπη]» (Macron, 2017), υπονοώντας την ανάγκη δράσης. Στην γερμανική Λευκή Βίβλο του 2016 λέγεται τέλος: «όσο περισσότερο εμείς οι Ευρωπαίοι είμαστε έτοιμοι να σηκώσουμε στους ώμους μας ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κοινού βάρους, τόσο περισσότερο οι Αμερικανοί εταίροι μας θα προβαίνουν σε κοινή λήψη αποφάσεων» (Federal Government, 2016).
Η τελευταία παράμετρος, η σχέση κράτους-κοινωνίας αφορά στους κοινωνικούς περιορισμούς στην ανάληψη δράσης των ηγετών-ελίτ, οι οποίοι σχετίζονται κυρίως με το δημοκρατικό πολίτευμα των δύο χωρών. Συγκεκριμένα, σε κάθε δημοκρατία πλουραλισμού (όπως η Γαλλία και η Γερμανία) υπάρχει ανάγκη εσωτερικής νομιμοποίησης της οποιαδήποτε πράξης. Εάν η σχέση κράτους-κοινωνίας βρίσκεται σε δυσαρμονία, κυρίως αν το κράτος πράττει ενάντια στη δεδηλωμένη θέληση των πολιτών και, σε ακραίες περιπτωσεις, αν καταπατά συνταγματικές αρχές, η δημοκρατία κλονίζεται εκ των έσω. Εν προκειμένω, η νομιμοποίηση σχετικά με την ενίσχυση της στρατιωτικής δράσης και της στρατηγικής αυτονομίας τροφοδοτείται στις δύο χώρες από την αλλαγή της δημόσιας στάσης προς την Κίνα. Το 2002, αρνητική γνώμη για την Κίνα είχαν στη Γερμανία το 37% και στη Γαλλία το 42%. Το 2020, τα ποσοστά ανέβηκαν στο 71% και 70% αντίστοιχα (PEW Research Center, 2020). Ιδιαίτερα δε για τη Γαλλία, η επιτυχής ανάληψη πρωταγωνιστικού ρόλου στην Ευρώπη και η περαιτέρω ολοκλήρωση ορίζονται και ως σημαντικές παράμετροι δημοτικότητας για τις επικείμενες εκλογές (Euractiv, 2022). Η προσφάτως εκλεγείσα δε Γερμανική κυβέρνηση, παρά την λογική έλλειψη δηγμάτων σχετικά με τον χαρακτήρα του νέου καγκελάριου Σολτς, είναι απαλλαγμένη από εκλογικούς περιορισμούς και δυνητικά πιο ελεύθερη ως προς την ανάληψη δράσης.
Συμπέρασμα
Το παραπάνω άρθρο ανέδειξε μια παρατηρηθείσα από πολλούς τάση ανάληψης πολιτικής δράσης για εμβάθυνση στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Η τάση αυτή τεκμηριώθηκε μέσα από τις πολιτικές πρωτοβουλίες για θεσμική ενεργοποίηση (PESCO) και διμερή ή πολυμερή συνεργασία (EI2, Aachen treaty). Ακολούθησε ίσως την μόνη ορθολογική ρεαλιστική εξήγηση, που σχετίζεται με την συστημική ανάδυση της Κίνας και τις παγκόσμιες επιπτώσεις που τεκμαίρονται από την δυνητική επαναδημιουργία ενός διπολικού συστήματος. Ωστόσο, υποστήριξε επίσης ότι οι επιδράσεις του συστήματος δεν συνεπάγονται αυθαίρετα μια αντίδραση. Τουναντίον, για να επέλθει η αντίδραση, απαιτείται η εσωτερίκευση και ερμηνεία των συστημικών ερεθισμάτων από την εκάστοτε ηγετική ελίτ. Με τη σειρά τους, η κοινωνία και η στρατηγική κουλτούρα στο εσωτερικό των δύο χωρών περιορίζουν το πεδίο δράσης των ηγετών. Αυτή η ενδιάμεση μεταβλητή δύναται να αποτελέσει έτσι το απαραίτητο φίλτρο που διαμεσολαβεί μεταξύ της ανεξάρτητης και εξαρτημένης μεταβλητής, για να ερμηνεύσει τον διαφορετικό βαθμό πολιτικής πρωτοβουλίας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Μπορεί να ερμηνευθεί μονάχα με τη χρήση του θεωρητικού εργαλείου του νεοκλασικού ρεαλισμού, ο οποίος προτιμάται επί της χρήσης του δομικού ρεαλισμού, καθώς αντικατοπτρίζει καλύτερα το σύγχρονο ευρωπαϊκό, δημοκρατικό, πλουραλιστικό, υποκινούμενο από την ελίτ και ρυθμιζόμενο από την κοινωνία κράτος της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Βιβλιογραφία
BBC. (2017). Merkel: Europe ‘can no longer rely on allies’ after Trump and Brexit. Retrieved 22 December , available at: https://www.bbc.com/news/world-europe-40078183
BBC. (2019) NATO Alliance experiencing brain death, says Macron. Retrieved 22 December, available at: https://www.bbc.com/news/world-europe-50335257
De Castro, R.C. (2018). The Obama Administration’s Strategic Rebalancing to Asia: Quo Vadis in 2017?, Pacific Focus, 33. Available at: https://doi-org.ezproxy.ub.gu.se/10.1111/pafo.12115
Euractiv (2022). Macron takes EU reins as election looms. Retrieved 07 January 2022. Available at: Macron takes EU reins as election looms – EURACTIV.com
European Commission, (HR/VP) (2019) EU-China A strategic outlook. Retrieved 22 December. Available at: https://ec.europa.eu/commission/sites/beta-political/files/communication-eu-china-a-strategicoutlook.pdf
Federal Government. (2016). On German security policy and the future of the Bundeswehr. [white paper], German federal ministry of defence. Retrieved 22 December 2021. Available at:https://issat.dcaf.ch/Learn/Resource-Library/Other-Documents/The-2016-German-WhitePaper-Strategic-Review-and-Way-Ahead
French Ministry of Europe and Foreign Affairs. (2019). European Intervention Initiative. Retrieved 22 December 2021. Available at: https://www.defense.gouv.fr/english/dgris/international-action/l-iei/l-initiative-europeenne-d-intervention
Gray, C. S. (1999). Strategic culture as context: the first generation of theory strikes back, Review of international studies, 25(1), 49-69.
Hellman, M. (2016). Assuming Great Power Responsibility: French Strategic Culture and International Military Operations, European Participation in International Operations: The Role of Strategic Culture, Palgrave Macmillan.
Huang, Y. (2016). Understanding China’s Belt & Road Initiative: Motivation, framework and assessment, China economic review, 40, September 2016, Pages 314-321.
Labbé, D. & Savoy, J. (2021). Stylistic analysis of the French presidential speeches: Is Macron really different?, Digital Scholarship in the Humanities, 36(1), 153-163.
Macron, E. (2017). Initiative for Europe. Retrieved 22 December. Available at: https://www.diplomatie.gouv.fr/IMG/pdf/english_version_transcript_- _initiative_for_europe_-_speech_by_the_president_of_the_french_republic_cle8de628.pdf
Maull, H, W. (2000). Germany and the use of force: Still a `Civilian Power`?, Survival, 43(2), Summer 2000, pp. 56–80.
Mearsheimer, J. J., & Alterman, G. (2001). The tragedy of great power politics. WW Norton & Company.
PESCO | Member States Driven. (2018). Permanent Structured Cooperation (PESCO). Retrieved 22 December 2021. Available at: https://pesco.europa.eu/
Qvortrup, M. (2017). Angela Merkel: Europe’s Most Influential Leader [Expanded and Updated Edition]. Prelude Books.
Ripsman, N. M. (2011). Neoclassical realism, In Oxford Research Encyclopedia of International Studies.
Rose, G. (1998). Neoclassical realism and theories of foreign policy, World politics, 51(1), 144-172.
Silver, L., Devlin, K., & Huang, C. (2020). Unfavorable views of China reach historic highs in many countries, Pew Research Center.
Stockholm International Peace Research Institute. (2019). SIPRI Military Expenditure Database. Retrieved 22 December. Available at: https://www.sipri.org/sites/default/files/Data%20for%20all%20countries%20from%201988%
Stubb, A. C. G. (1996). A categorization of differentiated integration. JCMS: Journal of Common Market Studies, 34(2), 283-295.
Waltz, K. N. (1979). Theory of International Politics, 121-122.
WIN/Gallup International’s Global Survey Shows Three in Five Willing to Fight for Their Country. (2015). Retrieved 7 January 2022, available at: WIN/Gallup International’s Global Survey Shows Three in Five Willing to Fight for Their Country – Gallup International (gallup-international.bg)
Zakaria, F. (1992). Realism and domestic politics: a review essay. International Security, 17(1), 177-198.Zakaria, F. (1999). From wealth to power. Princeton University Press.

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.