Πηγή εικόνας: εδώ

Του Μάριου Καπουσούζη, μέλους της Ομάδας Μελέτης «Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής»


Εισαγωγή

Η Αφρική δεν είναι πλέον μια ταραγμένη «σκοτεινή ήπειρος»: οι περισσότερες από τις χώρες που την αποτελούν απολαμβάνουν σημαντική οικονομική ανάπτυξη και πολιτική πρόοδο. Η νέα Αφρική έχει αρχίσει να διώχνει τις δυστυχίες του παρελθόντος και φαίνεται έτοιμη να παίξει σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, ενώ, χάρη στις αλλαγές στην ηγεσία και τη διακυβέρνηση, η αφρικανική αναγέννηση θα μπορούσε να είναι δυνατή. Πλέον, η «Αφρική αναδύεται» (Rotberg, 2013), ενώ πολλοί μιλούν για το «θαύμα της αφρικανικής ανάπτυξης» (Young, 2012). Προηγούμενες μελέτες για την πολιτική οικονομία της Αφρικής απορρίπτουν τον χαρακτηρισμό της ως «απόλυτη» αναδυόμενη αγορά. Το τέλος του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού σηματοδότησε την μετάβαση σε μία πολύ πιο ειρηνική περίοδο, καθώς οι εμφύλιοι πόλεμοι έχουν μειωθεί κατά 50% σε σχέση με τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ενώ ταυτόχρονα οι περισσότεροι πόλεμοι είναι πλέον μικρής κλίμακας και συνήθως διεξάγονται στις περιφέρειες των κρατών, απειλώντας έτσι σπάνια τα αστικά κέντρα. Επίσης, περιορίστηκε σημαντικά η εξωτερική υποστήριξη των Αφρικανών ανταρτών (Straus, 2012). Υπό τις πιο ειρηνικές αυτές συνθήκες, οι παράγοντες που εξηγούν την οικονομική ανάπτυξη της Αφρικής μπορούν να ομαδοποιηθούν σε πέντε κατηγορίες:  εκδημοκρατισμός, βελτιωμένες οικονομικές πολιτικές, μείωση του χρέους, νέες τεχνολογίες (ιδιαίτερα στην κινητή τηλεφωνία) και εμφάνιση μιας νέας γενιάς δραστήριων ηγετών (Radelet, 2010)

Στην παρούσα έρευνα θα αναζητηθεί ο αντίκτυπος της διεθνούς αναπτυξιακής βοήθειας της Παγκόσμιας Τράπεζας (ΠΤ),  κυρίως στις οικονομικές πολιτικές και στην μείωση του χρέους προς τις αφρικανικές χώρες, ώστε να διαπιστωθεί η συμβολή της στην ανάπτυξή τους. Θα εστιάσουμε κυρίως στην επίδραση του Προγράμματος για τις βαριά χρεωμένες φτωχές χώρες HIPC (Heavily Indebted Poor Countries initiative). Για τον λόγο αυτό, αρχικά θα περιγραφεί ο γενικός ρόλος της ΠΤ στην ανάπτυξη των κρατών, και ειδικά μέσω του Προγράμματος HIPC, στην συνέχεια θα αναζητηθούν οι προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής σταθερότητας και μεγέθυνσης των χωρών της Αφρικής που συμμετέχουν στο Πρόγραμμα, όντας σημαντικοί παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη, και, τέλος, θα διατυπωθούν τα συμπεράσματα της παρούσας ανάλυσης, ελέγχοντας την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος. 

Τα δεδομένα που τίθενται υπό επεξεργασία προέρχονται από την ΠΤ (ειδικότερα: World Development Indicators και Worldwide Governance Indicators). Η περίοδος μελέτης είναι μεταξύ 1990 και 2012 και επιλέγεται επειδή το HIPC ξεκίνησε το 1996, με κάποιες αφρικανικές χώρες να επωφελούνται από το Πρόγραμμα το 2000. Η γεωγραφική περιοχή περιλαμβάνει 40 αφρικανικές χώρες. Θα αναζητηθούν οι προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής σταθερότητας και μεγέθυνσης και του εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, ώστε να διερευνηθεί εάν το Πρόγραμμα επηρέασε τους παράγοντες αυτούς θετικά, εξετάζοντας την μεταβολή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (GDP per capita) και του δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ (Human Development Index), για την περίοδο 1996-2012.

Η Παγκόσμια Τράπεζα και το Πρόγραμμα HIPC

Από το 1947, η Παγκόσμια Τράπεζα έχει χρηματοδοτήσει περισσότερα από 12.000 αναπτυξιακά έργα, μέσω παραδοσιακών δανείων, άτοκων πιστώσεων και επιχορηγήσεων. Η Διεθνής Ένωση Ανάπτυξης (International Development Association – IDA) που ιδρύθηκε το 1960, είναι το τμήμα της ΠΤ που βοηθά τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, συγκεκριμένα μία από τις μεγαλύτερες πηγές βοήθειας για τις 74 φτωχότερες χώρες του κόσμου και η μοναδική τόσο μεγάλη πηγή κεφαλαίων χορηγών, προοριζόμενων σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες σε αυτά τα κράτη. Έκτοτε, ο IDA στοχεύει στη μείωση της φτώχειας παρέχοντας δάνεια με χαμηλά έως μηδενικά επιτόκια (που ονομάζονται «πιστώσεις») και επιχορηγήσεις για προγράμματα που ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη, μειώνουν τις ανισότητες και βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων. Ο IDA συμπληρώνει τον αρχικό βραχίονα δανεισμού της ΠΤ – τη Διεθνή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (International Bank for Reconstruction and Development – IBRD).

Η ΠΤ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ξεκίνησαν την Πρωτοβουλία HIPC το 1996. Το Πρόγραμμα σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει ότι οι φτωχότερες χώρες στον κόσμο δεν κατακλύζονται από μη διαχειρίσιμα ή μη βιώσιμα χρέη. Μειώνει, δηλαδή, το χρέος των χωρών που πληρούν αυστηρά κριτήρια. Τα προγράμματα HIPC και τα σχετικά προγράμματα της Πρωτοβουλίας Πολυμερούς Ελάφρυνσης Χρέους MDRI (Multilateral Debt Relief Initiative) απάλλαξαν 37 συμμετέχουσες χώρες από χρέη άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Για να είναι επιλέξιμη για την πρωτοβουλία HIPC, μια χώρα πρέπει:

i. Να αντιμετωπίζει μη βιώσιμη κατάσταση χρέους μετά την πλήρη εφαρμογή των παραδοσιακών μηχανισμών ελάφρυνσης του χρέους, όπως η εφαρμογή των όρων της Νάπολης βάσει της συμφωνίας της Λέσχης του Παρισιού. Η επιλεξιμότητα για τους όρους της Νάπολης αξιολογείται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό της οφειλέτριας χώρας με τη Λέσχη του Παρισιού και το ΔΝΤ. Περιλαμβάνει διάφορα κριτήρια, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού επιπέδου χρέους και του χαμηλού κατά κεφαλήν ΑΕΠ (755 $ ή λιγότερο). Η Λέσχη του Παρισιού είναι μια άτυπη ομάδα επίσημων πιστωτών, της οποίας ο ρόλος είναι να βρίσκουν συντονισμένες και βιώσιμες λύσεις στις δυσκολίες πληρωμής που αντιμετωπίζουν οι χώρες οφειλέτες.

ii. Να είναι επιλέξιμη μόνο για υψηλή ευνοϊκή βοήθεια από τη Διεθνή Ένωση Ανάπτυξης (International Development Association) και από το Πρόγραμμα Μείωσης της Φτώχειας και Ανάπτυξης PRGT (Poverty Reduction and Growth Trust) του ΔΝΤ.

iii. Να έχει καθιερώσει ένα ιστορικό μεταρρυθμίσεων και υγιών πολιτικών μέσω προγραμμάτων που υποστηρίζονται από το ΔΝΤ και την ΠΤ.

iv. Να έχει καθιερώσει ένα ιστορικό μεταρρυθμίσεων και να εκπονεί ένα έγγραφο στρατηγικής για τη μείωση της φτώχειας PRSP (Poverty Reduction Strategy Paper), που περιλαμβάνει τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών.

Εξυπακούεται ότι προκειμένου μία χώρα να είναι μέλος της ΠΤ, πρέπει πρώτα να συμμετέχει στο ΔΝΤ.

Προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής σταθερότητας στην Αφρική

O πληθωρισμός έχει θετική σχέση με το εξωτερικό χρέος, τις δημόσιες δαπάνες, το ποσοστό συνολικών εγγραφών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου και την τιμή των φυσικών πόρων. Βέβαια, ο πληθωρισμός είναι σχετικά χαμηλός στη “ζώνη του φράγκου”, επειδή αυτές οι χώρες ακολουθούν ορισμένες αρχές της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ζώνη του φράγκου περιλαμβάνει 14 υποσαχάριες χώρες, τις Κομόρες και τη Γαλλία. Βασισμένη στους στενούς ιστορικούς δεσμούς μεταξύ της Γαλλίας και των αφρικανικών χωρών, η ζώνη του φράγκου πηγάζει από την κοινή επιθυμία αυτών των χωρών να διατηρήσουν ένα θεσμικό πλαίσιο που έχει συμβάλει στη μακροοικονομική σταθερότητα. Συνιστά μια ιδιότυπη οικονομική, νομισματική και πολιτιστική περιοχή, που αποτελείται από πολύ διαφορετικά κράτη και εδάφη. Αφού απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, τα περισσότερα από τα νεοσύστατα αφρικανικά κράτη αποφάσισαν να παραμείνουν σε μια ομοιογενή ομάδα που χαρακτηρίζεται από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο και έναν κοινό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το παραπάνω αποτέλεσμα στην ζώνη του φράγκου υποδηλώνει ότι η υιοθέτηση της στόχευσης για τον πληθωρισμό είναι ένα ιδανικό νομισματικό καθεστώς για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες και, εκτός από τη μείωση της αστάθειας του πληθωρισμού, μπορεί να οδηγήσει τον πληθωρισμό σε διεθνώς αποδεκτά επίπεδα (De Mendonça & De Guimarães e Souza, 2012)

Όπως αποδεικνύεται, ο κύριος μοχλός του βραχυπρόθεσμου πληθωρισμού σε ορισμένες αφρικανικές χώρες, όπως η Αιθιοπία και η Ουγκάντα, ​​είναι η αύξηση της προσφοράς χρήματος, που αντιπροσωπεύει το 40% και το 30%, αντίστοιχα. Στην Κένυα και την Τανζανία, οι τιμές του πετρελαίου είναι ένας άλλος σημαντικός καθοριστικός παράγοντας, αντιπροσωπεύοντας το 20% και 26%, αντίστοιχα, αν και η αύξηση του χρήματος έχει επίσης σημαντική συμβολή στις πρόσφατες αυξήσεις του πληθωρισμού σε αυτές τις δύο χώρες (Simpasa & Gurara, 2011). Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι οι χώρες που έχουν φτάσει στο σημείο ολοκλήρωσης έχουν επωφεληθεί από πόρους που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση κοινωνικών έργων. Για το λόγο αυτό, η αύξηση της προσφοράς χρήματος προκαλεί πληθωρισμό μέσω επενδύσεων και μισθών. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, πολλά αφρικανικά κράτη αύξησαν τις δημόσιες επενδύσεις για την κατασκευή σχολείων και νοσοκομείων. Η μελέτη μας δείχνει επίσης ότι ο πληθωρισμός αυξάνεται με τις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια ελλείμματα, επειδή αυτές οι δημόσιες δαπάνες πάντα χρηματοδοτούνται από φόρους. Αυτά τα αποτελέσματα βρέθηκαν επίσης από τους Hoon Lim & Papi (1997): οι τελευταίοι έδειξαν ότι το έλλειμμα και η υποτίμηση του δημόσιου τομέα συμβάλλουν στον πληθωρισμό. Επιπλέον, σύμφωνα και με στοιχεία της African Development Bank (2006), η οικονομική ανάπτυξη είναι επίσης πηγή πληθωρισμού, επειδή οι βελτιωμένες οικονομικές επιδόσεις και οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου ασκούν ανοδική πίεση στις τιμές καταναλωτή.

Προσδιοριστικοί παράγοντες του εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών

Γενικά, τα εμπορικά ελλείμματα αυξάνονται με τις δημόσιες δαπάνες και την ποιότητα των ρυθμιστικών αρχών (λόγω της απελευθέρωσης του εμπορίου), ενώ μειώνονται με την πολιτική σταθερότητα, τον έλεγχο της διαφθοράς, τις τιμές των φυσικών πόρων και τον αστικό πληθυσμό (Arfan et al., 2008). Πράγματι, σε πολλές αφρικανικές χώρες, οι πρώτες ύλες είναι οι κύριες πηγές οικονομικής ανάπτυξης. Η οικονομική ανάπτυξη καθοδηγείται ιδιαίτερα από τις εξαγωγές εμπορευμάτων σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες (Ukpolo, 1994). Στην Αφρική, για παράδειγμα, η Ισημερινή Γουινέα είναι μια αναπτυσσόμενη χώρα που είχε το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ηπείρου (17.500$ το 2010). Την τελευταία δεκαετία, η χώρα είχε υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης μέσω της πώλησης πετρελαίου. Υπάρχει μια σχέση μεταξύ του εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών, υπηρεσιών και μεταβλητών από την πλευρά της προσφοράς, όπως το κόστος εισαγωγής, οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου, η συναλλαγματική ισοτιμία και τα σοκ παραγωγής (Majumder, 2006). Από αυτή την άποψη, η εξωτερική θέση της Αφρικής βελτιώθηκε το 2006 λόγω τόσο των υψηλότερων όγκων εξαγωγών όσο και των συνεχιζόμενων υψηλών όρων εμπορίου. Αυτή η απόδοση, σύμφωνα και πάλι με δεδομένα της African Development Bank (2006), οφειλόταν εν μέρει στην άνοδο της τιμής των μετάλλων, όπως ο χαλκός, λόγω της έντονης παγκόσμιας ζήτησης, που οφείλεται κυρίως στις ασιατικές χώρες, ιδίως στην Κίνα και την Ινδία. Η πολιτική σταθερότητα και ο έλεγχος της διαφθοράς είναι άλλοι σημαντικοί καθοριστικοί παράγοντες, επειδή βελτιώνουν την συναλλαγματική σταθερότητα και αυξάνουν τα συναλλαγματικά αποθέματα. Η πολιτική σταθερότητα είναι πιο σημαντική από την οικονομική ελευθερία για τη σταθεροποίηση του ισοζυγίου πληρωμών (Arfan et al., 2008). Η εξωτερική ζήτηση συρρικνώθηκε κατά 3,3 μονάδες, με 2,8 μονάδες λόγω της αύξησης των εισαγωγών. Παρά τη σταδιακή υποτίμηση του αιγυπτιακού νομίσματος έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, ο πληθωρισμός στην Αίγυπτο έφτασε κατά μέσο όρο στο 7,1% το 2011-2012, σε σύγκριση με το 10,2% που καταγράφηκε το 2010-2011, σύμφωνα με την Οικονομική Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για την Αφρική (2013).

Προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής μεγέθυνσης στην Αφρική

Οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής μεγέθυνσης και του σχηματισμού φυσικού κεφαλαίου είναι η εγγραφή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι τιμές των φυσικών πόρων, η αστικοποίηση, ο έλεγχος της διαφθοράς και η πολιτική σταθερότητα. Στην Αφρική, η οικονομική ανάπτυξη και ο σχηματισμός φυσικού κεφαλαίου συντηρούνται τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς παράγοντες. Το τελευταίο περιελάμβανε διαγραφή εξωτερικού χρέους, αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και εισροές ιδιωτικών κεφαλαίων με τη μορφή άμεσων επενδύσεων και εμβασμάτων. Οι κύριοι εγχώριοι παράγοντες είναι το σταθερό θεσμικό πλαίσιο και η βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, που συνέβαλαν στην προώθηση της μακροοικονομικής σταθερότητας και της ανθεκτικότητας σε εξωτερικά σοκ (Chang et al., 2010). Επιπλέον, η αφθονία των φυσικών πόρων έχει θετικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη. Η αναλογία των εξαγωγών πρωτογενών αγαθών προς το ΑΕΠ δεν ήταν σημαντική για να εξηγήσει από μόνη της την ανάπτυξη. Ωστόσο, αυτή η μεταβλητή έδειξε σημαντική και αρνητική επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη όταν συνδυάστηκε με άλλες μεταβλητές διάρθρωσης του εμπορίου. 

Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υποδεικνύουν ότι η οικονομική ανάπτυξη της Αφρικής βασίζεται ουσιαστικά σε παράγοντες εισόδου, καθώς η οικονομική ανάπτυξη αυξάνεται με τους φυσικούς πόρους, το φυσικό κεφάλαιο και την εγγραφή στα δημοτικά σχολεία. Όπως και η μελέτη των Yet et al. (2010), παρατηρούμε ότι η αστικοποίηση συντηρεί την οικονομική ανάπτυξη στην Αφρική. Συγκεκριμένα, τα κέρδη της παραγωγικότητας, οι μειώσεις του κόστους παραγωγής και οι βελτιώσεις προστιθέμενης αξίας που σχετίζονται με την αστικοποίηση μπορούν να προκαλέσουν ανάπτυξη. Έχει αποδειχθεί ότι πολλές από τις μεγάλες πόλεις των ανεπτυγμένων χωρών διευκόλυναν τη φθηνότερη αποστολή προϊόντων σε μακρινές αγορές ή κατά μήκος εμπορικών οδών (Rappaport & Sachs, 2003). Η οικονομική ανάπτυξη και ο σχηματισμός ακαθάριστου κεφαλαίου εξηγούνται επίσης από τις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως τον έλεγχο της διαφθοράς, τη ρύθμιση και την πολιτική σταθερότητα. Πιο συγκεκριμένα, σχετίζεται θετικά με τον έλεγχο της διαφθοράς, τους δημοκρατικούς θεσμούς, το μεγαλύτερο άνοιγμα στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), την αποφυγή της υπερτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας και τη μακροοικονομική σταθερότητα (Berg et al., 2012). Σε όλα τα υποδείγματα οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθυνσης οι ΑΞΕ μπορούν να θεωρηθούν σημαντικές για την ανάπτυξη (ή μεγέθυνση) μιας οικονομίας, καθώς συνιστούν μεταφορά κεφαλαίου για ανάληψη επενδυτικής δραστηριότητας. Το κεφάλαιο αποτελεί, μαζί με την εργασία, σημαντικό παραγωγικό συντελεστή μιας οικονομίας. Επομένως, αύξηση του κεφαλαίου συνιστά και αύξηση του παραγόμενου προϊόντος. Το παραπάνω είναι ακόμα πιο σημαντικό στις οικονομίες με μικρότερο κεφάλαιο, καθώς η εισροή επενδυτικών κεφαλαίων οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας. Ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι ΑΞΕ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη, εφόσον όμως διαθέτουν ένα ελάχιστο επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου και απορροφητικής ικανότητας, δηλαδή συνθήκες οι οποίες να επιτρέπουν την αντίληψη και υιοθέτηση των ανώτερων ικανοτήτων και μεθόδων των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Γενικά, παρατηρείται θετική σχέση μεταξύ των ΑΞΕ και της παραγωγικότητας, της διάχυσης της τεχνολογίας, της ανάπτυξης του ανθρώπινου κεφαλαίου.

Οι μεταρρυθμίσεις ενδέχεται, επίσης, να επηρεάσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις στις δικαιούχους χώρες όχι μόνο μέσω των κεφαλαίων που παρέχουν, αλλά και μέσω των όρων πολιτικής που περιλαμβάνουν και της μεταφοράς γνώσεων που συνεπάγονται. Για να ελέγξει την παραπάνω υπόθεση, η Agostino (2008) διερεύνησε τον αντίκτυπο αυτών των καναλιών στις ιδιωτικές επενδύσεις. Μέσα από την έρευνα της, διαπίστωσε ότι οι υποστηριζόμενες δεσμεύσεις συνδέονται με χαμηλότερους δείκτες επενδύσεων βραχυπρόθεσμα και κανένα από τα άλλα πιθανά κανάλια επιρροής δεν φαίνεται να αντισταθμίζει αυτόν τον αρνητικό αντίκτυπο.

Επίλογος

Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα αποτελέσματα της έρευνας μπορούν να συνοψιστούν σε δύο ενότητες. Ως προς την οικονομική σταθερότητα, η Πρωτοβουλία HIPC δεν παρουσιάζει μεγάλο αντίκτυπο στον πληθωρισμό και στο δημόσιο έλλειμμα, αλλά επιδεινώνει το εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών. Το αποτέλεσμα αυτό εξηγείται από την απελευθέρωση του εμπορίου που προωθήθηκε από την ΠΤ και το ΔΝΤ. Ως προς την οικονομική μεγέθυνση, η επίδρασή είναι θετική. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο αντίκτυπος της πρωτοβουλίας στην οικονομική απόδοση μετριάζεται, επειδή ενθαρρύνεται η οικονομική μεγέθυνση, αλλά παράλληλα αυξάνεται η πολιτική αστάθεια. Η τελευταία, όπως αποδεικνύεται, οφείλεται στο εξωτερικό χρέος, στις δημόσιες δαπάνες, τους θεσμούς (και συγκεκριμένα στην απελευθέρωση του εμπορίου), την συνολική εγγραφή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. 

Συνοψίζοντας, η οικονομική μεγέθυνση και κατ΄επέκταση η ανάπτυξή της καθορίζεται από την εκπαίδευση, τους φυσικούς πόρους, την αστικοποίηση και την ποιότητα των θεσμών. 


Βιβλιογραφία

African Development Bank. (2006). AfDB Group Annual Report 2006. Retrieved from here.

Agostino, M. (2008). World Bank Conditional Loans and Private Investment in Recipient Countries. World Development, 36(10), 1692-1708. DOI: 10.1016/j.worlddev.2007.10.012.

Arfan, A., Selvarathnam, S., Shukui, T., Xiaolin, X., & Abdul, S. (2008). Political Stability and Balance of Payment: An Empirical Study in Asia. American Journal of Applied Sciences, 5(9), 1149–1157. DOI: 10.3844/ajassp.2008.1149.1157.

Berg, A., Ostry, J. D., & Zettelmeyer, J. (2012). What makes growth sustained?. Journal of Development Economics, 98(2), 149–166. DOI: 10.1016/j.jdeveco.2011.08.002.

Chang, R., Kaltani, L., & Loayza, N. (2009). Openness Can Be Good for Growth: The Role of Policy Complementaries. Journal of Development Economics, 90, 33–49. DOI: 10.1016/j.jdeveco.2008.06.011.

De Mendonça, H. F., & De Guimarães e Souza, G. J. (2012). Is inflation targeting a good remedy to control inflation?. Journal of Development economics, 98(2), 178-191. DOI: 10.1016/j.jdeveco.2011.06.011.

International Development Association. (2021). What Is IDA? Retrieved from here.

Lim, C. H., & Papi, L. (1997). An Econometric Analysis of the Determinants of Inflation in Turkey – WP/97/170. International Monetary Fund. Retrieved from here.

Majumder, M. A. (2006). Inflation in Bangladesh: Supply Side Perspectives. Policy Note Series: PN 0705. Bangladesh Bank. Retrieved from here.

Radelet, S. (2010). Emerging Africa: How 17 Countries Are Leading the Way. Center for Global Development. Retrieved from here.

Rappaport, J., & Sachs, J. (2003). The United States as a Coastal Nation. Journal of Economic Growth, 8(1), 5-46. DOI: 10.1023/A:1022870216673.

Rotberg, R. (2013). Africa Emerges: Consummate Challenges, Abundant Opportunities. Wiley.

Simpasa, A. & Gurara, D. (2011). Economic Brief – Inflation Dynamics in Selected East African Countries – Ethiopia, Kenya, Tanzania and Uganda. African Development Bank. Retrieved from here.

Straus, S. (2012). Wars Do End ! Changing Patterns of Political Violence in Sub-Saharan Africa. African Affairs, 111(443), 179-201. DOI: 10.1093/afraf/ads015.

Ukpolo, V. U. (1994). Export Composition and Growth of Selected Low-Income African Countries: Evidence from Time Series Data. Applied Economics, 26(5), 445-449. DOI: 10.1080/00036849400000012.

United Nations Economic Commission for Africa. (2013). The Economic Situation in Egypt in the Context of Political Instability and a Risky Transition. Retrieved from here.

World Bank Group. (2018). Heavily Indebted Poor Countries (HIPC) Initiative. Retrieved from here.

World Bank Group. (2021). What We do. Retrieved from here.

Yet, D., Lo, F., & Kong, H. (2010). Urbanization and Economic Growth: Testing for Causality. 16th Annual Pacific Rim Real Estate Conference. Retrieved from here.

Young, A. (2012). The African Growth Miracle. Journal of Political Economy, 120(4), 696-739. DOI: 10.1086/668501.


logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.