Πηγή εικόνας: εδώ [©Barbara Alper / Getty Images]

Της Ελένης Κουτσοποδιώτη, μέλους της Ομάδας Αρθρογραφίας


Το απόσταγμα του γυναικείου λόγου και οι ρίζες της μεταπολεμικής χειραφέτησης των γυναικών, ήτοι το φεμινιστικό κίνημα από τον 19ο αιώνα, βρίσκει έρεισμα σε τρεις βασικές σχολές φεμινιστικής σκέψης, οι οποίες είναι αυτόνομες και ανεξάρτητες μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, πρώτος ο φιλελεύθερος φεμινισμός ακολουθείται από τον φεμινισμό της διαφοράς και καταλήγει στον μεταμοντέρνο/μετα-δομιστικό φεμινισμό του σήμερα. 

Φεμινιστικά κύματα

Χρονολογικά, το πρώτο φεμινιστικό κύμα, ή αλλιώς ο φιλελεύθερος φεμινισμός, ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα από το πρώτο συνέδριο γυναικών στο Seneca Falls και νοηματοδοτείται από το κίνημα των σουφραζετών. Η διεκδίκηση είναι κατά βάση νομική και πολιτική, αφού οι φεμινίστριες αγωνίζονται για ίσα δικαιώματα στην ψήφο, την εκπαίδευση, την εργασία, το διαζύγιο, την κατοχή περιουσίας κ.λπ. 

Αργότερα, ο φεμινισμός της διαφοράς, με ιδρυτική προσωπικότητα εκείνη της Simone de Beauvoir, βασίζεται στην ιδέα της «έμφυλης διαφοράς». Πολύ περισσότερο, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός αυτού του δεύτερου κύματος δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη θέση της σεξουαλικής σφαίρας, η οποία αναδεικνύεται ως κρίσιμη συνθήκη για την ιεράρχηση και την κατανομή εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Με το σύνθημα το «σώμα μου, μού ανήκει» και με σημαία την αμφισβήτηση της πατριαρχίας, οι φεμινίστριες αξιώνουν την εγκληματοποίηση της προσπάθειας οιασδήποτε έμφυλης διάκρισης και υποταγής. 

Από τη δεκαετία του ’90 και ύστερα, εμφανίζεται ο μεταδομιστικός ή μεταμοντέρνος φεμινισμός, ο οποίος αξιώνει την αποδόμηση του κανονιστικού ετεροσεξουαλισμού. Επιχειρεί τον κατακερματισμό των έμφυλων ταυτοτήτων και την ένταξη των διαφόρων κατηγοριών σεξουαλικότητας στην «κανονικότητα», επιχειρώντας παράλληλα την εξάλειψη της εκμετάλλευσης του ενός φύλου από το άλλο. 

Ριζοσπαστικός φεμινισμός

Παρά την ανταπόκριση του νομικού συστήματος στα αιτήματα του πρώτου φεμινιστικού κύματος, τα εμπειρικά δεδομένα για την πραγματική οικονομική και κοινωνική βελτίωση της θέσης των γυναικών τη δεκαετία του ’60 ήταν απογοητευτικά. Η Betty Friedan, μάλιστα, είχε αναγνωρίσει ότι στην αμερικανική ζωή είχε κυριαρχήσει ο ρόλος της γυναίκας ως γραμματέως, νοικοκυράς ή σεξουαλικού αντικειμένου για πολιτικούς και ακτιβιστές. Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός αναζητά περαιτέρω, λοιπόν, ισότητα των πολιτικών υποκειμένων και στην κοινωνική ζωή. 

Η Catherine MacKinnon, από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του ριζοσπαστικού φεμινισμού, θεωρεί ότι είναι βαρύνουσας σημασίας η σχέση εξουσίας – ισότητας. Η διαφορά ισχύος μεταξύ των δύο φύλων είναι ακριβώς εκείνη η αναγκαία και ικανή συνθήκη της επιβολής εξουσίας των ανδρών επί των γυναικών. Η παρουσία και ο λόγος των ανδρών είναι τόσο ισχυρά κριτήρια, ώστε ακόμη και η ισονομία εστιάζει σε ζητήματα που αφορούν και επηρεάζουν και τη ζωή των τελευταίων, όπως είναι το ζήτημα της εγκυμοσύνης στον εργασιακό χώρο. Στον αντίποδα, ζητήματα της γυναικείας εμπειρίας αποσιωπώνται στο νόμο για πάρα πολλά χρόνια. Ζητήματα σχετικά με κάθε μορφής σεξουαλική βία, με αποκορύφωμα το έγκλημα του βιασμού, το οποίο βρίσκονταν εκτός νομοθετικής πρόβλεψης, με την Ελλάδα να τον καθιστά κακούργημα μόλις το 2006.

Σύμφωνα με την Christine Littleton, η ισότητα ορίζεται ως αποδοχή. Η αποδοχή της κοινωνίας για την διαφορετικότητα της γυναίκας δεν πρέπει να περιοριστεί στην προσαρμογή της στις διαφορές των δύο φύλων. Για να «ενταχθεί» η γυναίκα ως ίση στην κοινωνία από κοινού με τον άνδρα, ο ρόλος της στις κανονιστικές συζητήσεις για τον σχεδιασμό των κοινωνικών δομών πρέπει να είναι κεντρικός. Στο παράδειγμα της εγκυμοσύνης στον εργασιακό χώρο, διαπιστώνεται ιδιαίτερα η απουσία της γυναίκας στο σχεδιασμό του χώρου εργασίας. Αν είχε εξαρχής συμβάλλει στη δημιουργία του κανονιστικού πλαισίου, δεν θα αναγκάζονταν οι εργοδότες να το αναπροσαρμόσουν για τις γυναίκες που βρίσκονται «σε ενδιαφέρουσα», οπότε αυτές δεν θα αντιμετωπίζονταν ως άτομα που εκφεύγουν της νόρμας (η οποία νόρμα είναι οι άνδρες εργαζόμενοι).

Πατριαρχία

Η κοινωνική κατασκευή του γυναικείου ρόλου απορρέει, σύμφωνα με τον ριζοσπαστικό φεμινισμό, από την πατριαρχία. Η Kate Millett, συγκεκριμένα, χρησιμοποίησε τον όρο αυτόν για να εξηγήσει την ανδρική κυριαρχία επί των γυναικών. Σαφώς, η έννοια δεν ήταν πρωτάκουστη, αφού την χρησιμοποιούσαν ιδίως τον 17ο αιώνα για να περιγράψουν την μοναρχική εξουσία. Οι οπαδοί του μονάρχη ισχυρίζονταν ότι «η εξουσία του βασιλιά στο λαό του ήταν ίδια με την εξουσία του πατέρα στην οικογένειά του» και ότι και οι δύο «επικυρώνονταν από τον Θεό και τη φύση»

Κατ’ αντιστοιχία, οι σχέσεις μεταξύ των φύλων βασίστηκαν στην εξουσία, στο κοινωνικό εκείνο σύστημα της ανδρικής κυριαρχίας και της γυναικείας υποταγής. Η καθολικότητα της σεξουαλικής κυριαρχίας, ως ειδικότερη έκφραση του «ανδρικού προνομίου», είναι τόσο έντονη που καταλήγει να φαίνεται «φυσική» ή «κανονική», και άρα αποσιωπείται και γίνεται αφανής. Είναι διαδεδομένη στον πολιτισμό και αποτελεί μέρος της κοινωνικοποίησης του ατόμου, αφού συντηρείται, πρωτίστως, από την οικογένεια και συνεχίζει με την ένταξη του παιδιού στην κοινωνία. Αναπαράγεται και ενισχύεται από την εκπαίδευση, τη λογοτεχνία και τη θρησκεία, σε τέτοια έκταση που –από ένα σημείο και έπειτα– εσωτερικοποιείται πλήρως, τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες.

Ιστορικά, θύματα του ίδιου συστήματος είναι οι χιλιάδες γυναίκες στις ΗΠΑ που έχασαν τη ζωή τους από παράνομες αμβλώσεις, χιλιάδες Ινδές που αναγκάστηκαν να πεθάνουν στη νεκρική πυρά του συζύγου τους, χιλιάδες Κινέζες που σακατεύτηκαν από το δέσιμο των ποδιών τους, χιλιάδες κορίτσια στην Αφρική που υπέστησαν και συνεχίζουν να υφίστανται κλειτοριδεκτομή… Σε όλες τις κοινωνίες, η πατριαρχία στηρίζεται στην έμφυλη βία, στη σεξουαλική κακοποίηση και το βιασμό. 

Από τη Simone de Beauvoir… στο σήμερα

Εν γένει, η εξέλιξη του φεμινιστικού κινήματος τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστική. Από το «Γυναικείο Απελευθερωτικό Κίνημα» της εποχής, από τη Simone ως την Millett, οι γυναίκες αξιώνουν το δικαίωμα του “self-ownership”, το δικαίωμα –και όχι την υποχρέωση– της αναπαραγωγής και της άμβλωσης, την κατάργηση των κοινωνικά παραδοσιακών  ρόλων των φύλων στις ιδιωτικές σχέσεις και στις δημόσιες πολιτικές, την κατανόηση της πορνογραφίας ως βιομηχανίας υποτιμητικής για τις γυναίκες και τον βιασμό ως έκφραση της πατριαρχικής εξουσίας. 

Τα φεμινιστικά κινήματα και η έννοια των δικαιωμάτων των γυναικών είναι τόσο επίκαιρα, που δημιουργούν εν τέλει αμφιβολίες για το αν η κοινωνία είναι έτοιμη και πρόθυμη για πραγματική αλλαγή και ουσιαστική αποδόμηση. Το γυναικείο φύλο, «φορτωμένο» με όλα αυτά τα νοήματα που του προσέδωσε η κοινωνία και που εκδηλώνονται ως υποδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να ντύνεται, να περπατάει, να μιλάει, να φλερτάρει χωρίς να προκαλεί, να μην περνάει από σκοτεινά σοκάκια όταν γυρνάει σπίτι και να γεννήσει πριν τα τριάντα, προχωρά πολύ πιο πέρα από την απλή διεκδίκηση νομικών δικαιωμάτων από το κράτος. Κλείνοντας με ένα πολύ εύστοχο απόφθεγμα της Simone de Beauvoir: “Her wings are cut, and then she is blamed for not knowing how to fly”.


Πηγές

Ρεθυμιωτάκη, Ε., Μαροπούλου, Μ. & Τσακιστράκη, Χ. (2015). Φεμινισμός και Δίκαιο. Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα “Κάλλιπος”. Retrieved from here

Τσαούση-Χατζή, Α. (1998). Φεμινισμός και Δίκαιο: Σύγχρονες Τάσεις της Αμερικανικής Φεμινιστικής Νομικής Σκέψης. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 1, 97-121. Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα. DOI: 10.12681/sas.686

Bryson, V. (2003). Feminist Political Theory: An Introduction. (2nd ed.). Palgrave Macmillan.

Eisenstein, H. (1984). Contemporary Feminist Thought. George Allen & Unwin.

Walby, S. (1990). Theorizing Patriarchy. Basil Blackwell.


logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.