Πηγή εικόνας: εδώ

Της Ευαγγελίας Τσαμούλου, μέλους της Ομάδας «Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής»


Εισαγωγή

Οι διαρκείς προσπάθειες εκδημοκρατισμού και προώθησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χαρακτηρίζουν τον αιώνα που διανύουμε, και αντανακλούν πρακτικές που εφαρμόζονται παγκοσμίως. Η γνωστή, αλλά «άγνωστη» στα μάτια των Δυτικών, «Μαύρη Ήπειρος», ωστόσο, αποτελεί εξαίρεση. Η έντονη παρουσία ισλαμικού στοιχείου στην περιοχή αποτελεί αφορμή μετατόπισης του ενδιαφέροντος για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Νιγηρία· χώρα όπου η εμφάνιση, εξέλιξη και τελικά εδραίωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού συνέβαλε καθοριστικά στην επιβίωση του φανατικού Ισλάμ και την κατάφωρη παραβίαση πληθώρας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η παρούσα ανάλυση πραγματεύεται την ύπαρξη του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού στη Νιγηρία και της εξτρεμιστικής οργάνωσης Boko Haram, που αποτελεί έκφραση του ισλαμικού ριζοσπαστισμού, καθώς και την επιρροή της δράσης της σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και ιστορικό υπόβαθρο

Η Νιγηρία, σύμφωνα με δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας (2020) αποτελεί την πολυπληθέστερη χώρα της Αφρικής, με πληθώρα ανθρώπων και πολιτισμών. Σύμφωνα με στοιχεία του 2020, ο πληθυσμός της ξεπερνά τα 206 εκατομμύρια, ενώ το 2013 μετρούσε μόλις 350 εθνοτικές ομάδες και τουλάχιστον 250 διαφορετικές διάλεκτοι (Παζαρτζής, 2017)

Χαρακτηριστικό της χώρας αποτελεί το έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, καθώς η πλειοψηφία είναι είτε μουσουλμάνοι (50%) είτε χριστιανοί (40%), ενώ το υπόλοιπο 10% ακολουθεί την παραδοσιακή αφρικανική θρησκεία (Durojaye, 2013). Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Νιγηρίας απέκτησε την ανεξαρτησία της την 1η Οκτωβρίου 1960 και έλαβε την μορφή ομοσπονδίας τριών περιοχών, που αντιστοιχούν στις τέσσερις μεγαλύτερες εθνοτικές ταυτότητες της χώρας: τη Χάουσα και τη Φουλάνι (29% του πληθυσμού)· τη Γιορούμπα (21%) της νοτιοδυτικής Νιγηρίας· και το Igbo (18%) στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας (Forest, 2012). Οι δύο πρώτες εκπροσωπούν τις μουσουλμανικές κοινότητες του Βορρά της Νιγηρίας, ενώ οι δύο τελευταίες τις χριστιανικές κοινωνίες του Νότου.

Από την αρχή της ανεξαρτησίας της από τη Βρετανία το 1960 έως το 1999, η πολιτική ιστορία της χώρας χαρακτηρίζεται από την επικράτηση στρατιωτικών καθεστώτων. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής διακυβέρνησης, οι συνταγματικές διατάξεις για τα θεμελιώδη δικαιώματα ανεστάλησαν και αντικαταστάθηκαν από αυταρχικά διατάγματα. Η στρατιωτική εποχή χαρακτηριζόταν από συγκεντρωτισμό εξουσιών, κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενδημική διαφθορά και κακή διαχείριση κρίσεων (Durojaye, 2013). Έτσι, παρά τις αρχικές προσδοκίες για τελική επικράτηση και ηγεμονία στην Αφρικανική Ήπειρο, από το 1966, τα διαδοχικά πραξικοπήματα του Νότου ως αντίδραση στην ενίσχυση του ισλαμικού Βορρά ήταν συνεχή, και οδήγησαν την χώρα το 1967 σε εμφύλιο πόλεμο.

Η εμφάνιση του Ισλάμ στη Νιγηρία χρονολογείται ήδη από τον 15ο αιώνα, με οικογένειες της ελίτ των Χάουσα να στρέφονται σε αυτό και όχι σε ειδωλολατρικές θρησκείες που η πλειονότητα ακολουθούσε. Ο Usman Dan Fodio, ωστόσο, ήταν αυτός που έδωσε την κύρια ώθηση για την εξάπλωση του Ισλάμ στη Βόρεια Νιγηρία. Η δράση του χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, με τον ίδιο να αποτελεί υποστηρικτή του σουνιτικού Ισλάμ και να αναλαμβάνει πολιτική εξουσία. Ειδικότερα, ασκούσε έντονη κριτική στους ηγεμόνες των Χάουσα για τους τρόπους διαχείρισης της εξουσίας. Ακόμη, κατέκρινε την προαιρετική χρήση της μαντίλας από τις γυναίκες, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με ό,τι προέβλεπε το νομικό σύστημα, που διατηρήθηκε ως το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας (Τερζίδου, 2018)

Ισλάμ και εφαρμογή του Νόμου της Σαρία

Ως μια «αντίδραση» στα καθολικά πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μερίδα μουσουλμανικής κοινότητας ακτιβιστών επιχειρούν να επεκτείνουν τον ρόλο του Ισλάμ στη δημόσια ζωή. Το κίνημα εφαρμογής του Νόμου της Σαρία στη Νιγηρία συνιστά το πιο ορατό παράδειγμα μιας προσπάθειας για επέκταση του ισλαμικού νόμου μέσω νομοθετικών πολιτικών. Με την πρωτοβουλία αυτή γίνεται φανερό, σύμφωνα με τον Kendhammer (2013), ότι οι μουσουλμάνοι ακτιβιστές που επικαλούνται τα δικαιώματα για να συζητήσουν τη σχέση μεταξύ θρησκείας και κράτους, δεν το κάνουν απλώς για να επιτεθούν στη διεθνή κοινότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους κανόνες της. Αντιθέτως, με τον ρόλο τους ως συμμετέχοντες σε τοπικές συζητήσεις σχετικά με τη φύση των δικαιωμάτων που ανατροφοδοτούνται από τις λαϊκές προσπάθειες, προσπαθούν να καθορίσουν τις παραμέτρους της δημοκρατίας στις μουσουλμανικές κοινωνίες.

Η σύγχρονη συζήτηση για τη θέση του ισλαμικού νόμου σε μια δημοκρατική κοινωνία προέκυψε την παραμονή της ανεξαρτησίας, το 1959. Υπό βρετανική κυριαρχία, οι μουσουλμάνοι στη Βόρεια Νιγηρία είχαν μια πολύ τροποποιημένη, αλλά αναγνωρίσιμη εκδοχή του Νόμου της Σαρία. Σύμφωνα με αυτήν, τα τοπικά δικαστήρια ασχολούνταν με μια μη κωδικοποιημένη εκδοχή του ισλαμικού ποινικού δικαίου. Η Έκθεση Willink για τις μειονοτικές ομάδες, που εκδόθηκε το 1958, υποστήριξε ότι η σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ των διαφόρων δικαστικών συστημάτων στο Βορρά υπονόμευε τον στόχο των γενικών εγγυήσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, σε απάντηση προς αυτήν, μια ομάδα τοπικών και διεθνών εμπειρογνωμόνων στο ισλαμικό δίκαιο πρότεινε ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων, που περιορίζουν τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Σαρία στο προσωπικό δίκαιο. Έτσι, υιοθετήθηκε ένας γραπτός (επηρεασμένος, όμως, από τη θρησκεία) Ποινικός Κώδικας για όλα τα δικαστήρια του Βορρά και δημιουργήθηκε το Περιφερειακό Εφετείο της Σαρία. Παρά την κατάργηση της Σαρία, ο συμβιβασμός αυτός θεωρήθηκε πολιτικά και θρησκευτικά αποδεκτός από τους μουσουλμάνους ηγέτες, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι τίποτα στις μεταρρυθμίσεις δεν αντέβαινε τα δόγματα της θρησκείας τους (Kendhammer, 2013).

Το Σεπτέμβριο του 1999, ύστερα από την υποστήριξη του Ahmed Sani Yerima, Κυβερνήτη της πολιτείας Zamfara, σημειώθηκε αλλαγή των κοινωνικών πολιτικών, ώστε να συμμορφώνονται με τον Νόμο, και 12 πολιτείες στη Βόρεια Νιγηρία ψήφισαν ισλαμικούς ποινικούς κώδικες για την εφαρμογή της Σαρία ως το 2003. Η διαμάχη, ωστόσο, για την εφαρμογή της από θρησκευτικά διχασμένες ομάδες, οδήγησε σε αύξηση της κοινοτικής βίας και ρήξη των σχέσεων Χριστιανών και Μουσουλμάνων (Kendhammer, 2013). Μια έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων “Human Rights Watch” (2004), προσδιόρισε πέντε βασικούς τομείς στους οποίους τα κράτη της Σαρία απέτυχαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις της Νιγηρίας από τη διεθνή συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρόκειται για τα δικαιώματα: στη ζωή, σε δίκαιη ακρόαση, απαλλαγής από βασανιστήρια και σκληρές ή απάνθρωπες τιμωρίες, την ιδιωτική ζωή, καθώς και απαγόρευσης διακρίσεων λόγω φύλου ή θρησκείας.

Καθίσταται σαφές, λοιπόν, ότι κύρια στόχευση του ισλαμικού φονταμεταλισμού είναι η αναβίωση ενός Ισλάμ των άκρων, μέσω της εφαρμογής του Νόμου της Σαρία. Γι’ αυτό και το τελευταίο αποτελούσε ανέκαθεν το βασικό κίνητρο των εξεγέρσεων με θρησκευτικό χαρακτήρα στη Βόρεια Νιγηρία (Παζαρτζής, 2017).

Η επικράτηση της Boko Haram

Η ριζοσπαστική οργάνωση της Boko Haram αποτελεί βασική πρόκληση της Νιγηρίας ήδη από το 2009. Το αραβικό της όνομα είναι «Jamāʿat Ahl al Sunnah li-l-Daʿawah wa al-Jihād», ενώ στα ελληνικά αποδίδεται ως «η δυτική εκπαίδευση απαγορεύεται». Η προέλευσή της χρονολογείται στο 1995, με το κίνημα «Sahama», και επικεφαλής τον Abubakar Lawan. Αργότερα, συγκεκριμένα το 2002, ο ιδρυτής της Mohammed Yusuf αναδιαμόρφωσε και μετονόμασε το αρχικό κίνημα σε «Boko Haram» (Τερζίδου, 2018). Η ανάδυση διαφόρων ισλαμικών κινημάτων (όπως Daawa movement, Yan Izala) πριν την μεταβολή του 2002, μαρτυρά πως η οργάνωση δεν εμφανίστηκε ξαφνικά, αλλά ήταν αποτέλεσμα ενός ιδεολογικού υπόβαθρου που είχε καλλιεργηθεί και εδραιωθεί ήδη στην περιοχή. 

Επιπλέον, η εμφάνισή της δεν μπορεί να εντοπιστεί σε μια μεμονωμένη αιτία, αλλά είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών θρησκευτικών, πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων (Ahokegh, 2012). Πιο συγκεκριμένα, θρησκευτικά η χώρα ήταν διαιρεμένη σε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Αν και μετά την αποαποικιοποίηση το νέο κράτος εμφανίζεται ενιαίο διοικητικά, στην πραγματικότητα υφίσταται κοινωνική διάσπαση σε μουσουλμανικό Βορρά και χριστιανικό Νότο, με αυτή να εντείνεται λόγω εμφύλιων συγκρούσεων. Έπειτα, με το ξέσπασμα του εμφυλίου, γίνεται λόγος για εκτεταμένη διαφθορά του πολιτικού συστήματος, καθώς και αδυναμίας περιορισμού της από τις ίδιες τις κυβερνήσεις της Νιγηρίας. Τέλος, παρά το γεγονός ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη οικονομία της Αφρικής, διαθέτοντας υψηλά αποθέματα πετρελαίου, η φτώχεια, σε συνδυασμό με την ανεργία, φτάνει το 33,1%, με τη συγκέντρωση πλούτου να είναι εμφανής στο νότιο κομμάτι. Με την πλειονότητα του πληθυσμού να αισθάνεται απογοήτευση από το νιγηριανό κράτος, η Boko Haram αποτελεί ένα δυνατό μέσο αντίστασης (Τερζίδου, 2018). Ενώ, όμως, ξεκίνησε ως μια ακραία θρησκευτική ομάδα, έχει εξελιχθεί σε πλήρη περιφερειακή τρομοκρατική οργάνωση, θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ασφάλεια ολόκληρης της αφρικανικής Ηπείρου (Παζαρτζής, 2017). 

Συνέπειες δράσης στην ασφάλεια και τη σταθερότητα

Οι προσπάθειες αντιμετώπισης της Μπόκο Χαράμ έχουν επιφέρει επώδυνες συνέπειες στην περιοχή της Αφρικανικής Ηπείρου, αλλά και παγκοσμίως. Όσον αφορά στις γειτονικές περιοχές, η ασφάλεια στο Καμερούν, το Τσαντ και το Νίγηρα έχει διαρραγεί. Σύμφωνα με έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων “Human Rights Watch” (2016), η ανθρωπιστική κρίση που έχει προκληθεί είναι τεράστια. Πιο συγκεκριμένα, περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί στη βορειοανατολική Νιγηρία και στερούνται βασικών δικαιωμάτων, όπως τροφής, στέγασης, εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης. Από το 2009 μάλιστα, οι θάνατοι ανέρχονται σε πάνω από 10.000, ενώ οι απαγωγές, κυρίως γυναικών και παιδιών σε 2.000. Η βαθιά ανθρωπιστική κρίση συνοδεύεται από το πρόβλημα του υποσιτισμού και της έλλειψης βασικών υπηρεσιών, καθιστώντας την επέμβαση ανθρωπιστικών οργανώσεων αναγκαία, αλλά όχι αρκετή.

Όσον αφορά στο φάσμα επιρροής της Boko Haram διεθνώς, αυτή έχει καταταγεί στη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων πληθώρας χωρών και διεθνών οργανισμών, παρότι η ίδια δεν έχει επεκταθεί σε διεθνές επίπεδο. Τόσο η ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όσο ο ΟΗΕ και η ΕΕ έχουν κατατάξει την οργάνωση στον κατάλογο τρομοκρατικών οργανώσεων, καθώς η σύνδεσή της με το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό κράτος ενδέχεται να οδηγήσει σε αλλαγή των στόχων και επιλογών της (Τερζίδου, 2018).

Το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Στο Σύνταγμα του 1999, το κράτος της Νιγηρίας ενσωμάτωσε στο Κεφάλαιο 4 τα παρακάτω θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα: Δικαίωμα στη ζωή (Άρθρο 33), δικαίωμα στην αξιοπρέπεια του Ανθρώπου (Άρθρο 34), δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία (Άρθρο 35), δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (Άρθρα 36 & 37), δικαίωμα στην ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας (Άρθρο 38), δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και στην ένωση Τύπου (Άρθρο 39), δικαίωμα στην ελεύθερη κυκλοφορία (Άρθρο 41), δικαίωμα στις μη διακρίσεις (Άρθρο 42) (Τερζίδου, 2018). Η Boko Haram όχι μόνο έχει παραβιάσει όλα τα προαναφερθέντα δικαιώματα, αλλά έχει αγνοήσει πλήρως το νιγηριανό Σύνταγμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βάσει του Καταστατικού Χάρτη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Η μετατροπή των νόμων της Σαρία σε κρατικούς, αποτελεί το βασικό κίνητρο των δράσεων της τρομοκρατικής οργάνωσης. Η ίδια τροφοδοτείται τόσο από την ασάφεια ορισμένων άρθρων του Συντάγματος, όσο και από την έλλειψη ομοιογένειας και ύπαρξης κεντρικής αρχής ως ρυθμιστή της κατάστασης.

Η ολοφάνερη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα λαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις, με την εμπλοκή εθνικών και περιφερειακών ενόπλων δυνάμεων. Πιο αναλυτικά, ο νιγηριανός στρατός και η αστυνομία έχουν δεχθεί κατηγορίες για συλλήψεις, αυθαίρετες κρατήσεις, βασανιστήρια και μη σωστή συμπεριφορά απέναντι σε κρατούμενους. Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας (2018), το 2017, πάνω από 1.500 κρατούμενοι απελευθερώθηκαν το 2016, καθιστώντας ξεκάθαρη την κατάχρηση δύναμης που ασκούσε ο στρατός εις βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, η όξυνση της ανθρωπιστικής κρίσης στην περιοχή σκιαγραφεί μια γενικότερη αδυναμία εφαρμογής του Διεθνούς Δικαίου στη χώρα (Τερζίδου, 2018).

Επίλογος

Το φαινόμενο της διεθνούς τρομοκρατίας, με απώτερο σκοπό την εδραίωση θρησκευτικών και πολιτικών φρονημάτων, αποτελεί μελανό σημείο των καιρών μας. Στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων αυτών, η Boko Haram αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση, με τη δράση της να αμαυρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειας μιας ολόκληρης ηπείρου. Ιδιαίτερα, η ασφάλεια του νιγηριανού κράτους απειλείται από το ζήτημα τόσο της αναποτελεσματικότητας όσο και της ανεπάρκειας των κρατικών δομών ως φορέων κοινωνικής δράσης, για την άμβλυνση του προβλήματος της Boko Haram. Αυτό συνεπάγεται την ανικανότητα των κυβερνήσεων για διατήρηση της κοινωνικής ευημερίας και ειρήνης, καθώς και τη δημιουργία μιας κουλτούρας περιθωριοποίησης στην κοινωνική τάξη, γεγονός που εντείνει την παθογένεια της βίας και την απώλεια ελέγχου της ισορροπίας στο εσωτερικό της χώρας. 


Βιβλιογραφία

Παζαρτζής, Β. (2017). Οι προκλήσεις της Boko Haram στην ασφάλεια της Αφρικανικής Ηπείρου (Διπλωματική εργασία). Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Retrieved from here.

Τερζίδου, Ο. (2018). Η ανάδειξη του Ισλαμικού φονταμεταλισμού μέσα από τη δράση της Μπόκο Χαράμ στην Δυτική Αφρική και η επιρροή της σε επίπεδο διεθνούς και περιφερειακού συστήματος (Διπλωματική Εργασία). Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Retrieved from here.

Ahokegh, A. F. (2012). Boko Haram: A 21st Century Challenge In Nigeria. European Scientific Journal, 8(21), 46-55. Retrieved from here.

Amnesty International Report 2017/18: The State Of The World’s Human Rights (2018). Amnesty International. Retrieved from here.

Boko Haram (2021). Britannica. Retrieved from here.

Constitution of the Federal Republic of Nigeria (1999). Retrieved from here.

Durojaye, E. (2013). ‘Woman, But Not Human’: Widowhood Practices And Human Rights Violations In Nigeria, International Journal of Law, Policy and the Family, 27(2), 176–196. DOI: 10.1093/lawfam/ebt001.

Forest, J. F. (2012). Confronting the Terrorism of Boko Haram in Nigeria. JSOU Report 12-5, Joint Special Operations University. The JSOU Press. Retrieved from here.

Human Rights and Armed Conflict: World Report 2004. Human Rights Watch. Retrieved from here.

Kendhammer, B. (2013). Islam and the Language of Human Rights in Nigeria: “Rights Talk” and Religion in Domestic Politics. Journal of Human Rights, 12(4), 469-490. DOI: 10.1080/14754835.2013.812467.

Nigeria (n.d.). The World Bank. Retrieved from here.

World Report 2016. Human Rights Watch. Retrieved from here.


logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.