Πηγή εικόνας: εδώ [©Mark Ralston/AFP/Getty Images]

Του Μάριου Καπουσούζη, μέλους της Ομάδας «Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής»


Εισαγωγή

Στην παρούσα ερευνητική ανάλυση θα αναζητηθούν οι επιπτώσεις του οικονομικού προστατευτισμού των ΗΠΑ υπό τη διοίκηση Τραμπ στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αναλυτικότερα, θα παρατεθεί, αρχικά, το θεωρητικό υπόβαθρο του διεθνούς εμπορίου, του οικονομικού προστατευτισμού και η σχέση τους με την οικονομική ανάπτυξη. Στη συνέχεια, θα αναζητηθούν οι λόγοι για τους οποίους η διοίκηση Τραμπ αποφάσισε να ακολουθήσει μία προστατευτική πολιτική, και γιατί αυτή λογίζεται ως τέτοια, ξεκινώντας έτσι έναν εμπορικό πόλεμο, κυρίως με την Κίνα. Τέλος, θα μετρηθεί ο αντίκτυπος της συγκεκριμένης πολιτικής.

Οικονομικός προστατευτισμός και διεθνές εμπόριο

Για τις ανάγκες της παρούσας ανάλυσης, είναι απαραίτητο να οριστούν οι έννοιες του οικονομικού προστατευτισμού και του διεθνούς εμπορίου. Οι πολιτικές περιορισμού των εισαγωγών, με στόχο συνήθως να προστατεύσουν από τον ξένο ανταγωνισμό τους εγχώριους παραγωγούς, σε κλάδους που ανταγωνίζονται τις εισαγωγές, είναι γνωστές ως προστατευτισμός (Krugman & Wells, 2018). Ως διεθνές εµπόριο ορίζεται το σύνολο των εισαγωγών – εξαγωγών των χωρών, σε παγκόσµια κλίµακα, που λαµβάνουν χώρα σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο κι αποτελεί το µέσο µε το οποίο έρχονται σε εµπορική επικοινωνία οι εθνικές οικονοµίες των διαφόρων χωρών (Χολέβας, 1997). 

Βέβαια, το διεθνές εμπόριο προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ κοινωνικών ομάδων εντός των διαφόρων χωρών (π.χ. ανάμεσα σε εμπορικά λόμπι ή διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις), και αυτές οι συγκρούσεις έχουν πολλές φορές μεγαλύτερη σημασία για τις επιλογές των χωρών με το διεθνές εμπόριο από τυχόν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των χωρών. Επομένως, ένας προσδιοριστικός παράγοντας της εμπορικής πολιτικής και της ώθησης στον προστατευτισμό κατ’ επέκταση, πολύ πιο σημαντικός από το εθνικό συμφέρον,  είναι οι επιπτώσεις του διεθνούς εμπορίου στη διανομή του εισοδήματος εντός των χωρών. Συχνά, δηλαδή, υιοθετούνται προστατευτικά μέτρα με στόχο τη στήριξη συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων με μεγάλο πολιτικό βάρος, παρά την συνολική μείωση της ευημερίας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αλογοσκούφης, 2013). 

Υπάρχει ένας ακόμη λόγος που καθιστά τον προστατευτισμό ελκυστικό, ιδιαίτερα για τις σχετικά μεγάλες οικονομίες. Πιο συγκεκριμένα, η επιβολή δασμών ή ποσοστώσεων στις εισαγωγές οδηγούν σε βελτίωση των όρων εμπορίου τους, δηλαδή της σχετικής τιμής των εξαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών ως προς τα εισαγόμενα, βελτιώνοντας έτσι την εθνική ευημερία, εφόσον βέβαια δε θα υπάρξουν αντισταθμιστικά μέτρα προστατευτισμού από τον υπόλοιπο κόσμο (Αλογοσκούφης, 2013). Αφού, όμως, για κάθε μεγάλη οικονομία υπάρχει κίνητρο για μέτρα προστατευτισμού, το τελικό αποτέλεσμα είναι πολλές χώρες να προσφεύγουν σε αυτά, εξουδετερώνοντας τις επιπτώσεις στις σχετικές τιμές, δηλαδή τις τιµές ενός αγαθού σε σχέση µε την τιµή ενός άλλου, προκαλώντας απλά στρεβλώσεις που μειώνουν την παγκόσμια ευημερία.

Οικονομική αλληλεξάρτηση – παγκοσμιοποίηση

Η παγκοσμιοποίηση είναι μία διαδικασία που περιλαμβάνει τη διεύρυνση και την εμβάθυνση της αλληλεξάρτησης μεταξύ κοινωνιών και κρατών σε όλο τον κόσμο. Η διεύρυνση αναφέρεται στη γεωγραφική επέκταση των διασυνδέσεων ώστε να περιλαμβάνονται ουσιαστικά όλες οι σημαντικές κοινωνίες και κράτη, ενώ η εμβάθυνση αναφέρεται σε μια αύξηση της συχνότητας και της έντασης των αλληλεπιδράσεων (Cohn, 2009). Η παγκοσμιοποίηση έχει ως αποτέλεσμα το αυξημένο διεθνές εμπόριο, την ανάδειξη των πολυεθνικών εταιρειών, τη μεγαλύτερη εξάρτηση από την παγκόσμια οικονομία, την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, αγαθών και υπηρεσιών (Dreher et al., 2008).

Επομένως, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, λόγω της αυξημένης αλληλεξάρτησης,  της διαπερατότητας των συνόρων και της μεγάλης συμμετοχής των κρατών στο διεθνές εμπόριο, οποιαδήποτε προστατευτική πολιτική ουσιαστικά παραγκωνίζει τα οφέλη του διεθνούς εμπορίου και οδηγεί τελικά μάλλον σε αντίθετα αποτελέσματα, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια.

Οικονομική μεγέθυνση και οικονομική ανάπτυξη

Όπως επισημαίνει ο  Nafziger (2012), οι δύο όροι δεν είναι ταυτόσημοι. Η μεγέθυνση είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη. Ο όρος οικονομική μεγέθυνση αναφέρεται στην αύξηση του συνολικού προϊόντος ή κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ο όρος οικονομική ανάπτυξη αναφέρεται στην οικονομική μεγέθυνση που συνοδεύεται από αλλαγές στη διανομή του εισοδήματος και της οικονομικής δομής. Μπορεί, δηλαδή, να περιλαμβάνει μια βελτίωση της ευημερίας των φτωχότερων, μία αύξηση της παροχής υπηρεσιών ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος. Η οικονομική μεγέθυνση εστιάζει σε ποσοτικούς δείκτες (π.χ. Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα), ενώ η οικονομική ανάπτυξη στις μεταβολές των δυνατοτήτων.

Η έννοια του εμπορικού πολέμου

Ο εμπορικός πόλεμος είναι μια οικονομική σύγκρουση μεταξύ χωρών. Kαι οι δύο χώρες επιβάλλουν εμπορικές προστατευτικές πολιτικές μεταξύ τους, με τη μορφή εμπορικών φραγμών. Αυτοί οι φραγμοί μπορούν να επιβληθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, των δασμών, των ποσοστώσεων εισαγωγής, των εγχώριων επιδοτήσεων, της υποτίμησης του νομίσματος και των εμπάργκο. Καθώς, όμως, κάθε χώρα επιβάλλει ένα εμπορικό εμπόδιο, η άλλη χώρα ανταποκρίνεται με μια άλλη πολιτική· αυτό δημιουργεί το στοιχείο του «πολέμου».

Οι «εμπορικοί πόλεμοι» συχνά ξεκινούν όταν η κυβέρνηση μιας χώρας πιστεύει ότι μια άλλη χώρα εμπλέκεται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που βλάπτουν τις αγορές της πρώτης χώρας. Σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν την εγχώρια βιομηχανία τους ή να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, ενδέχεται να επιβάλουν ένα εμπορικό εμπόδιο, όπως δασμούς σε ένα βασικό προϊόν που εισάγεται από την άλλη χώρα. Η άλλη χώρα μπορεί να ανταπαντήσει, και αυτή η σύγκρουση να κλιμακωθεί σε εμπορικό πόλεμο.

Επομένως, λόγω αφενός της θεώρησης της προεδρίας Τραμπ ότι οι συναλλαγές με την Κίνα επιδεινώνουν το εμπορικό ισοζύγιο, και αφετέρου της ολοένα και κλιμακούμενης συνεχούς επιβολής δασμών εκατέρωθεν, χρησιμοποιείται ο όρος «εμπορικός πόλεμος» για τις πολιτικές της κυβέρνησης των ΗΠΑ κατά της Κίνας.

Η επιβολή δασμών

Σύμφωνα με τη Eurostat (2021), το συνεχές ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ της τελευταίας δεκαετίας πριν την προεδρία Τραμπ αποτελούσε την κύρια αιτία που στράφηκε σε μία πολιτική προστατευτισμού. Υπό το πρίσμα του οικονομικού εθνικισμού, λοιπόν, ο πρώην πρόεδρος θέλησε να αλλάξει το πρόσημο του ισοζυγίου του, μέσω της επιβολής δασμών στις εισαγωγές του αλουμινίου και του ατσαλιού. Η επιλογή των δύο αυτών αγαθών  στηριζόταν αφενός στο γεγονός ότι οι δύο αυτές βιομηχανίες μπορούσαν να επιφέρουν πολλά κέρδη στην χώρα, αλλά εμποδίζονταν από την ανταγωνιστικότητα των τιμών των ξένων προϊόντων, και αφετέρου στην κρίσιμη σημασία τους για την εθνική ασφάλεια (Liu & Woo, 2018). Η αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, για παράδειγμα, η οποία προσφέρει σημαντικά κέρδη στην εγχώρια οικονομία, για την παραγωγή των προϊόντων της βασίζεται κυρίως στην εισαγωγή του αλουμινίου και του ατσαλιού, καθώς οι τιμές των εισαγόμενων αυτών προϊόντων είναι χαμηλότερες από τις εγχώριες κι επομένως το κόστος παραγωγής μειώνεται. Επιπλέον, ο Τραμπ ισχυριζόταν ότι ήταν επιτακτικής σημασίας η ανάπτυξη των βιομηχανιών εκείνων διότι, σε περίπτωση πολέμου, η Αμερική δε θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις ανάγκες της στα υλικά αυτά, που αποτελούν ενδιάμεσα αγαθά για την κατασκευή όπλων και στρατιωτικών οχημάτων. Για τους προαναφερθέντες λόγους, οι ΗΠΑ επέβαλαν, το 2018, δασμούς στις εισαγωγές αλουμινίου ύψους 10% και ατσαλιού ύψους 25%. Αν κι αυτοί οι δασμοί δεν έκαναν διακρίσεις ως προς την προέλευση, σύντομα έγινε εμφανές ότι οι εμπορικές πολιτικές των ΗΠΑ στόχευαν στην Κίνα, αφού στην κορυφή με το μεγαλύτερο ελλειμματικό ισοζύγιο των ΗΠΑ βρίσκονταν οι εμπορικές συναλλαγές ΗΠΑ-Κίνας.

Είναι γεγονός ότι, όπως κι οι προηγούμενοι πρόεδροι που επέβαλαν δασμούς, έτσι κι ο Τραμπ δεν περίμενε την έγκριση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, αλλά στηρίχθηκε σε νομικές αιτιολογήσεις. Αναλυτικότερα, οι δασμοί που υποβλήθηκαν για το ατσάλι και το αλουμίνιο στηρίχθηκαν στο Διάταγμα  232 του Trade Expansion Act of 1962, το οποίο επιτρέπει στην κυβέρνηση να υποβάλει δασμούς όταν οι εισαγωγές απειλούν την εθνική ασφάλεια. Επιπλέον, το Διάταγμα 301 του Trade Act 1974 επιτρέπει στις ΗΠΑ να επιβάλλουν δασμούς σ’έναν εμπορικό εταίρο ο οποίος έχει καταπατήσει εμπορική τους συμφωνία ή χρησιμοποιεί παράνομες πρακτικές οι οποίες υπονομεύουν το εμπόριο της χώρας. Αναλυτικότερα, το 2018, η Αμερική επέβαλε ειδικούς δασμούς στην Κίνα σε 3 διαφορετικές φάσεις, οι οποίες τελικά έφτασαν το ύψος των 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων (Amiti et al., 2019).

Επικέντρωση σε Διμερείς Συμφωνίες

Προκειμένου να είναι αποτελεσματικός ο οικονομικός προστατευτισμός, ο Τραμπ ανακοίνωσε ότι είναι προτιμότερο να επικεντρωθεί σε διμερείς συμφωνίες (bilateral agreements). Ο Τραμπ φαινόταν πως δεν είχε καμία «εμπιστοσύνη» στις πολυμερείς συμφωνίες, αντιθέτως προτιμούσε να ακολουθήσει μία εξωτερική οικονομική πολιτική στηριγμένη σε διμερείς σχέσεις, όπου αυτές ήταν αναγκαίες. Για παράδειγμα, θεωρούσε πως η συμφωνία NAFTA ήταν «η χειρότερη που είχε υπογράψει η Αμερική» καθώς υποστήριζε πως ήταν ένας από τους λόγους του υπέρογκου ελλείμματος της Αμερικής προς το Μεξικό, το οποίο άρχισε να αυξάνεται από την έναρξη  ισχύος της συμφωνίας (Gamso & Grosse, 2019). Επιπρόσθετα, μία από τις πρώτες ενέργειες που έκανε ως πρόεδρος ήταν να ανακοινώσει την απόσυρση της Αμερικής από τη συμφωνία Trans-Pacific Partnership (TPP)  (Malik, 2018). Ο πρώην πρόεδρος θεωρούσε ότι η συγκεκριμένη συμφωνία θα έπληττε τις θέσεις εργασίας των Αμερικανών κι ότι θα δημιουργούνταν μεγάλη εκροή αμερικανικών κεφαλαίων προς τις χώρες που συμμετείχαν στη συμφωνία. Η  πράξη αυτή θεωρήθηκε μεγάλο πλήγμα του εμπορικού φιλελευθερισμού, καθώς έθετε περιορισμούς στην απελευθέρωση του εμπορίου και συνέβαλε στην εσωστρέφεια της Αμερικής, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με το πνεύμα των συμφωνιών, όπως η TPP, που σκοπό έχουν την άρση των εμπορικών εμποδίων ανάμεσα στις συμμετέχουσες χώρες των συμφωνιών.

Πολιτικά κίνητρα της διοίκησης Τραμπ

Ενώ εστιάζουμε στις οικονομικές συνέπειες, η κατανόηση των πολιτικών κινήτρων είναι επίσης σημαντική. Ο εμπορικός αυτός πόλεμος βρίσκεται δίπλα στις πρόσφατες αντιδράσεις κατά της παγκοσμιοποίησης: ξεκίνησε δύο χρόνια μετά το δημοψήφισμα για το Brexit του Ηνωμένου Βασιλείου το 2016, ένα χρόνο μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνεργασία Trans Pacific κι ένα χρόνο πριν οι ΗΠΑ μπλοκάρουν τον διορισμό δικαστών στο Εφετείο του ΠΟΕ. Η εμπορική πολιτική μπορεί να γίνει ένα ισχυρό εκλογικό εργαλείο, εάν αναπτυχθεί προς όφελος ορισμένων ομάδων. Τα εκλογικά κίνητρα ήταν πράγματι ορατά ως μέρος της προεδρικής εκστρατείας Τραμπ το 2016, η οποία διεξήχθη σε μια πλατφόρμα κατά της παγκοσμιοποίησης δασμών στην Κίνα (Fajgelbaum et al., 2020a). Οι Dixit & Londregan (1995) διαπιστώνουν ότι οι πολιτείες με περίπου ισορροπημένες εκλογικές περιφέρειες των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του 2016 έλαβαν περισσότερη προστασία εισαγωγών από τα δασμολογικά κύματα του 2018 από ό,τι οι σημαντικές Ρεπουμπλικανικές και Δημοκρατικές πολιτείες, επειδή αυτές οι πολιτείες τείνουν να είναι αγροτικές και οι κινεζικοί δασμοί ήταν μεγάλοι στη γεωργία. Οι Blanchard et al. (2019) υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές συνέπειες του εμπορικού πολέμου δεν απέδωσαν καρπούς για το Ρεπουμπλικανικό κόμμα στις εκλογές του Κογκρέσου του 2018, καθώς οι πολιτείες που ήταν πιο εκτεθειμένες στα αντίποινα μείωσαν την υποστήριξη προς τους Ρεπουμπλικανούς υποψηφίους. 

Τα αποτελέσματα του οικονομικού προστατευτισμού του Τραμπ

Ο «εμπορικός πόλεμος» ξεχωρίζει ως μια από τις μεγαλύτερες και πιο απότομες αλλαγές στην ιστορία της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ, ιδιαίτερα όταν αντιπαρατίθεται στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξαν ιστορικά οι ΗΠΑ, οδηγώντας σε μειώσεις δασμών διεθνώς. Καθώς ο «εμπορικός πόλεμος» εξελισσόταν, οι οικονομολόγοι προσπάθησαν να αξιολογήσουν τις οικονομικές του επιπτώσεις.

Όσον αφορά τα μεγέθη, από την πλευρά των εισαγωγών, οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς, συμπεριλαμβανομένων και άλλων εμπορικών εταίρων, στο 17,6% των εισαγωγών τους το 2017. Οι εισαγωγές, ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2016, ήταν περίπου 15%, επομένως οι ΗΠΑ αύξησαν τους δασμούς στις εισαγωγικές συναλλαγές που αντιστοιχούν σε περίπου 2,6% του ΑΕΠ. Από την πλευρά των εξαγωγών, οι εμπορικοί εταίροι αντέδρασαν στο 8,7% των εξαγωγών του 2017 (Fajgelbaum et al., 2020b). Οι εξαγωγές ως μερίδιο του ΑΕΠ του 2016 ήταν περίπου 12%, επομένως οι εμπορικοί εταίροι επέβαλαν αντίποινα στις εξαγωγές που αντιστοιχούσαν σε περίπου 3% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Η Κίνα αύξησε τους δασμούς στο 11% περίπου των εισαγωγών και περίπου το 18% των εξαγωγών της ήταν στόχος των ΗΠΑ (Chang et al., 2021). Η Κίνα εμπόδισε περαιτέρω την πρόσβαση των ΗΠΑ στην αγορά της μειώνοντας τους δασμούς για το πιο ευνοημένο έθνος (Most Favored Nation – MFN) στο 10% περίπου των εισαγωγών της (Bown, 2021). 

Αντίκτυπος στους καταναλωτές και τους παραγωγούς 

Οι Caliendo & Parro (2021) διαπίστωσαν ότι οι δασμοί του εμπορικού πολέμου μειώνουν την ευημερία των ΗΠΑ και της Κίνας κατά 0,01% και 0,09%, αντίστοιχα. Αυτό το μέγεθος κι η ομοιότητα δεν προκαλούν έκπληξη, δεδομένων των παρατηρούμενων αναλογιών του εμπορίου ως προς το ΑΕΠ. Ως σημείο αναφοράς, οι Costinot & Rodríguez-Clare (2014) δείχνουν ότι ένας 100% ενιαίος δασμός που επιβάλλεται από τις ΗΠΑ μειώνει την ευημερία των ΗΠΑ κατά περίπου 0,3%. Αυτές οι επιπτώσεις στην ευημερία φαίνονται μικρές σε σχέση με το ΑΕΠ, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι στρεβλώσεις λόγω των δασμών είναι μικρές. Οι Finkelstein & Hendren (2020) υπολογίζουν ότι οι δασμοί ΗΠΑ-Κίνας έχουν ένα οριακό κόστος δημόσιων πόρων 1,2-1,5 (αρνητικές τιμές). Το οριακό κόστος των δημόσιων πόρων είναι μια έννοια στα δημόσια οικονομικά που μετρά την απώλεια που υπέστη η κοινωνία για την αύξηση των πρόσθετων εσόδων για τη χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών, λόγω της στρέβλωσης της κατανομής πόρων που προκαλείται από τη φορολογία. Αυτό συνεπάγεται ότι οι δασμοί αυτοί ήταν ιδιαίτερα δαπανηροί, σε σχέση με πολλές άλλες δημόσιες πολιτικές.

Χρηματιστήριο κι αβεβαιότητα

Οι Huang et al. (2020) διεξήγαγαν μια τριήμερη μελέτη εκδηλώσεων με επίκεντρο τις 22 Μαρτίου 2018, όταν η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε την εκκρεμή επιβολή δασμών 25% στο πρώτο κύμα κινεζικών εισαγωγών. Χρησιμοποιώντας ένα δείγμα μη χρηματοοικονομικών εταιρειών εισηγμένων στις ΗΠΑ, με πωλήσεις στην Κίνα ή εμπορικές συναλλαγές με τη χώρα αυτή, διαπιστώνουν ότι οι ανακοινώσεις των δασμών είχαν ως αποτέλεσμα απώλειες της αγοράς των ΗΠΑ κατά 4,3%. Υποστηρίζουν ότι περίπου το ένα τέταρτο των απωλειών της αγοράς οφείλεται στην άμεση έκθεση των επιχειρήσεων στις εισαγωγές και τις εξαγωγές στην Κίνα, ενώ το υπόλοιπο οφείλεται σε αλλαγές στις μακροπρόθεσμες μεταβλητές ή στην έμμεση έκθεση μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού. Οι Amiti et al. (2021) χρησιμοποίησαν 11 ανακοινώσεις δασμών και υλοποιήσεις μεταξύ 2018 και 2019. Η αγορά έπεσε σωρευτικά 12,9% σε ένα τριήμερο γύρω από αυτά τα γεγονότα κι η προσέγγισή τους αποδίδει τη συντριπτική πλειονότητα αυτής της πτώσης στον εμπορικό πόλεμο. 

Επίλογος

Συνεπώς, ο «εμπορικός πόλεμος» ήταν μια εξαιρετικά δαπανηρή πολιτική που μάλλον αρνητικό αντίκτυπο είχε τόσο στο εσωτερικό όσο και στις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ. Επομένως, ειδικά και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οποιαδήποτε προσπάθεια περιορισμού της ελεύθερης διεξαγωγής του ελεύθερου εμπορίου,  οδηγεί τελικά μάλλον σε αντίθετα αποτελέσματα, επιβραδύνοντας σημαντικά τους ρυθμούς ανάπτυξης.​


Βιβλιογραφία

Αλογοσκούφης, Γ. (2013). Διεθνής Οικονομική και Παγκόσμια Οικονομία. Gutenberg.

Χολέβας, Γ. (1997). Διεθνείς Εμπορικές Σχέσεις – Διεθνές Εμπόριο. Interbooks.

Amiti, M., Redding, S. J., & Weinstein, D. (2019). The Impact of the 2018 Tariffs on Prices and Welfare. The Journal of Economic Perspectives 33(4), 187-210.  DOI: 10.1257/jep.33.4.187.

Amiti, M., Kong, S. H., & Weinstein, D. (2021). Trade Protection, Stock Market Returns, and Welfare. National Bureau of Economic Research, Working Paper 28758. DOI: 10.3386/w28758.

Blanchard, E. J., Brown, C. P., & Chor, D. (2019). Did Trump’s Trade War Impact the 2018 Election? National Bureau of Economic Research, Working Paper 26434. DOI: 10.3386/w26434.

Bown, C. P. (2021). The US-China trade war and Phase One agreement. Journal of Policy Modeling, 43(4), 805-843. DOI: 10.1016/j.polmod.2021.02.009.

Caliendo, L., & Parro, F. (2021). Trade Policy. Handbook of International Economics. DOI: 10.3386/w29051.

Chang, P., Yao, K., & Zheng, F. (2020). The response of the Chinese economy to the US-China Trade War: 2018-2019. SMU Economics and Statistics, Working Paper No. 25-2020. Retrieved from here

Cohn, T. H. (2009). Διεθνής Πολιτική Οικονομία. Gutenberg.

Costinot, A., & Rodríguez-Clare, A. (2014). Trade Theory with Numbers: Quantifying the

Consequences of Globalization. In Gopinath, G., Helpman, E. & Rogoff, K. (Eds.). Handbook of International Economics, Volume 4 (pp. 197-261). DOI: 10.1016/B978-0-444-54314-1.00004-5

Dixit, Α., & Londregan, J. (1995). Redistributive politics and economic efficiency. American political science Review, 89(4), 856-866. DOI: 10.2307/2082513.

Dreher, A., Gaston, N., Martens, P. (2008). Measuring Globalisation: Gauging Its Consequences. Springer. DOI: 10.1007/978-0-387-74069-0.

Fajgelbaum, P. D., Goldberg, P. K., Kennedy, P. J., & Khandelwal, A. K. (2020a). The Return to Protectionism. The Quarterly Journal of Economics 135(1), 1-55. DOI: 10.1093/qje/qjz036.

Fajgelbaum, P. D., Goldberg, P. K., Kennedy, P. J., & Khandelwal, A. K. (2020b). Updates to Fajgelbaum et al. (2020) with 2019 tariff waves. Retrieved from here.

Finkelstein, A., & Hendren, N. (2020). Welfare Analysis Meets Causal Inference. National Bureau of Economic Research, Working Paper 27640. DOI: 10.3386/w27640.

Gamso, J., & Grosse, R. (2019). NAFTA 2.0 – What Should Be Next?. Thunderbird School of of Global Management, Arizona State University. DOI:  10.2139/ssrn.2967014.

Huang, C., Lin, C., Liu, S., & Tang, H. (2020). Trade networks and firm value: Evidence from the US-China trade war. SSRN. DOI: 10.2139/ssrn.3227972.

Krugman, P., & Wells, R. (2018). Οικονομική σε Διδακτικές Ενότητες. Gutenberg.

Liu, T., & Woo, W. T. (2018). Understanding the U.S.-China Trade War. China Economic Journal 11(3), 1-23. DOI: 10.1080/17538963.2018.1516256.

Malik, A. R. (2018). US Withdrawal from the Trans-Pacific Partnership: Prospects for China. Strategic Studies 38(1), 21-33. Retrieved from here.

Nafziger, E. W. (2012). Economic Development (5th Ed.). Cambridge University Press. DOI: 10.1017/CBO9781139028295.

Trade wars, Trump tariffs and protectionism explained (2019). BBC News. Retrieved from here.

USA-EU – international trade in goods statistics (2022). Eurostat – Statistics Explained. Retrieved from here.

What is a Trade War? (2021). Corporate Finance Institute. Retrieved from here.


logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.