Πηγή εικόνας: εδώ

Του Δημητρίου Μποφίλιου, μέλους της Ομάδας «Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Ζητημάτων»


Πρόλογος

Η ζωή των ανθρώπων είναι ουσιαστικά μια δραματουργική εξέλιξη γεγονότων. Σε αυτήν την εξέλιξη, οι άνθρωποι έχουν δύο βασικούς στόχους:  τη βελτίωση των υλικών συνθηκών της ζωής τους και την εξύψωση της ηθικής προσωπικότητας τους, με την κατάλληλη οργάνωση της κοινωνικής ζωής. Αυτή η προσπάθεια, που καταβάλλεται συγχρόνως από το Κράτος, από τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, αλλά και από τους ίδιους τους ιδιώτες, με σκοπό την επίλυση προβλημάτων και τη διαχείριση αναγκών αδύναμων ατόμων και ομάδων, είναι γνωστή  ως Κοινωνική Πρόνοια, στηριζόμενη στην αλληλεγγύη του κοινωνικού συνόλου. Ωστόσο, ο καθένας έχει, σαφώς, το δικαίωμα σε μια προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων του, με την προϋπόθεση να αναζητηθούν και εν συνεχεία να ανακαλυφθούν, σύμφωνα με επιστημονικές προδιαγραφές, τα αίτια εμφάνισης του εκάστοτε κοινωνικού προβλήματος, όπως είναι η κοινωνική αδικία, ο πόνος και η δυστυχία. Η συγκεκριμένη προσπάθεια επιτυγχάνεται μέσω μιας σειράς μέτρων, στα οποία καταφεύγουν η πολιτεία και η ιδιωτική πρωτοβουλία για την αναζήτηση των προς το ζην, εκ μέρους ατόμων που η πρόσβασή τους σε βασικά αγαθά είναι περιορισμένη (Πανουτσοπούλου, 1984). 

Ο όρος της Κοινωνικής Πρόνοιας κάνει μνεία στα μέτρα αυτά, που αφορούν, όπως είναι πρέπον, ποικίλους τομείς μιας κοινωνίας πολιτών. Οι πιο σημαίνοντες είναι η Υγεία, η Εκπαίδευση, η Ηθική και η Οικονομία (Πανουτσοπούλου, 1984). Η ανάλυση αυτή θα ασχοληθεί με τους παραπάνω τομείς, έχοντας ως σκοπό να αναδείξει την παρουσία ή την απουσία της  Κοινωνικής Πρόνοιας.  

1. Η Κοινωνική Πρόνοια στις Σύγχρονες Κοινωνίες  

Η Κοινωνική Πρόνοια στην Ελλάδα είναι συνώνυμο μιας σειράς προνοιακών πολιτικών που έχουν την ευθύνη για την προσφορά βοηθημάτων, με τη μορφή είτε χρήματος, είτε είδους, ή ακόμα και με την παρουσία κοινωνικών υπηρεσιών σε άτομα που δεν δύνανται να βιοποριστούν, στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στους εαυτούς τους. Οι παραπάνω πολιτικές βρίσκονται υπό την αιγίδα των δημόσιων φορέων. Ωστόσο, πολλές φορές, παρατηρείται ένα φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ποσοστό ανθρώπων που χρήζουν στήριξης, δεν επιλέγουν σαν λύση τη «χείρα βοηθείας» του δημοσίου συστήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, τον εν λόγω ρόλο διαχείρισης των προνοιακών πολιτικών αναλαμβάνουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις (Πανουτσοπούλου, 1984). Οι πολιτικές αυτές αφορούν άπορα άτομα ή άτομα με ανεπάρκεια ως προς τους πόρους σε σχέση με άλλες πληθυσμιακές ομάδες και γενικότερα σε ανθρώπους με διαπιστωμένη ανάγκη, η οποία πιθανόν να είναι αποτέλεσμα οικονομικής κρίσης, θεμάτων υγείας, κοινωνικού αποκλεισμού  και αναπηρίας (Ντούνης, 2013). 

Κάθε ανθρώπινη οντότητα, ως μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας, έχει δικαίωμα στην Κοινωνική Πρόνοια. Το συγκεκριμένο δικαίωμα είναι αυτό που αναφέρεται στο δικαίωμα του εκάστοτε πολίτη για ειδικές κοινωνικές παροχές, με την προϋπόθεση να συγκεντρώνει τους προβλεπόμενους, από το νόμο, όρους (Γράβαλου, 2003). 

To 1948, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ώστε να μπορεί να θυμίζει στα κράτη – μέλη, την αυστηρή τήρηση των υποχρεώσεών τους απέναντι στους πολίτες. Μάλιστα, το 1960 εμφανίζεται και η διεκδίκηση δικαιωμάτων, με προορισμό την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών σε διαφορετικές χώρες, για ποικίλους λόγους, όπως δικαιώματα ισονομίας των μαύρων με τους λευκούς, δικαιώματα πρόνοιας, υψηλότερα επιδόματα κ.ά. (Γράβαλου, 2003).

2. Κοινωνική Πρόνοια και Υγεία

Σε Ετήσια Έκθεση του «Συνηγόρου του Πολίτη» που δημοσιεύτηκε στις 31/12/2016, αναφέρονται χαρακτηριστικά η υποστελέχωση και η έλλειψη υποδομών, ως σημαντικά προβλήματα λειτουργίας των μονάδων υγείας. Ειδικότερα, ως προς την υποστελέχωση, γίνεται αναφορά σε απουσία ιατρών με ειδικότητες απαραίτητες για την πλήρη στελέχωση των νοσοκομείων. Προκειμένου το παραπάνω να μην θεωρηθεί ως αβάσιμη και κακόβουλη πρόταση, παρουσιάζονται ως αφοπλιστικά παραδείγματα, από τη μια η περίπτωση ενός βρέφους ηλικίας 18 μηνών, που δεν κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή, λόγω της  έλλειψης νοσοκομειακού παιδιάτρου στο Γενικό Νοσοκομείο της Κω, και από την άλλη, η καθυστέρηση αποτελεσμάτων σε καρκινικές εξετάσεις από το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, εξαιτίας της έλλειψης ιατρών στο παθολογοανατομικό εργαστήριο.

Όσον αφορά την έλλειψη υποδομών, σύμφωνα με την ως άνω Έκθεση, γίνεται λόγος για την απουσία της απαραίτητης υλικοτεχνικής υποδομής στα νοσοκομεία, με αποτέλεσμα πολλές φορές και την ακύρωση, πιθανόν αορίστου χρόνου, υπηρεσιών που ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να απολαμβάνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αδυναμία μιας γυναίκας, που ο σύζυγός της ήταν οροθετικός, να τεκνοποιήσει με τη μέθοδο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, λόγω της έλλειψης του κατάλληλου εργαστηριακού εξοπλισμού στην Ελλάδα.

Επιπρόσθετα, στο ήδη επιβαρυμένο σύστημα υγείας, όπως διατυπώνεται από τα παραπάνω, συμβάλλει αρνητικά η ύπαρξη της φτώχειας. Συγκεκριμένα, ανασφάλιστα άπορα άτομα,  καθ’ ην στιγμήν ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, δεν είναι σε θέση να συμμετέχουν σε φάρμακα που θεωρούνται απαραίτητα για την κατάστασή τους. Στο πλαίσιο αυτό, η ανισότητα εντοπίζεται και στην πρωτοβάθμια υγεία εξαιτίας της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού (Δαμάσκου και συν., 2014). 

3. Κοινωνική Πρόνοια και Εκπαίδευση 

Το Γραφείο της UNICEF στην Ελλάδα, σε ανάλυσή της σχετικά με την κατάσταση των παιδιών και των νέων στη χώρα το 2020, αγγίζει και θέματα που προκύπτουν στο εκπαιδευτικό σύστημα. Αρχικά, κάνει μνεία στο κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, υποστηρίζοντας ότι συνδέεται αυτόματα με τις εκπαιδευτικές επιδόσεις, χωρίς ωστόσο να έχει θετικά αποτελέσματα. Το τελευταίο είναι ευρέως γνωστό και από το γεγονός ότι η πρακτική του φροντιστηρίου, αυτή δηλαδή η σκιώδης εκπαίδευση, δημιουργεί ανισότητες μεταξύ των παιδιών που προέρχονται από οικογένειες με  χαμηλά εισοδήματα και των παιδιών από αστικές περιοχές, με την πρώτη κατηγορία να είναι πιο πιθανό να μην λάβει φροντιστηριακή υποστήριξη, εν αντιθέσει της δεύτερης κατηγορίας.  Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά από «ανώτερα» κοινωνικά στρώματα να επιτυγχάνουν καλύτερους βαθμούς και να συνεχίζουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Οι ανισότητες, σύμφωνα με τη UNICEF, εντοπίζονται και στο κομμάτι της καταγωγής. Ειδικότερα, τα παιδιά προσφύγων και μεταναστών, καθώς και τα παιδιά Ρομά, αντιμετωπίζουν δυσκολίες συμμετοχής στην εκπαίδευση εξαιτίας της ταυτότητάς τους, η οποία «προκαλεί» ρατσιστικές συμπεριφορές που κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την πρόσβασή τους στις σχολικές αίθουσες.  Πράγματι, το  εν λόγω πρόβλημα φαίνεται να μην επιδέχεται άμεση επίλυση, εξαιτίας των κενών στους υποστηρικτικούς μηχανισμούς στα σχολεία, στους επαγγελματίες  του κοινωνικού τομέα, στους κοινοτικούς και διαπολιτισμικούς μεσολαβητές, στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στη συμπεριληπτική και διαπολιτισμική εκπαίδευση και στην προσαρμογή του εκπαιδευτικού υλικού για μαθητές με διαφορετικές γλώσσες. Στο πλαίσιο αυτό, κενά εμφανίζονται και στην επαγγελματική εκπαίδευση, όπως και στα αναλυτικά προγράμματα σπουδών για συγκεκριμένες ομάδες μαθητών, με γνωστή περίπτωση τα παιδιά με αναπηρίες ή μαθησιακές δυσκολίες. 

Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αμίτσης καταγγέλλει πως ανάμεσα στις πολλές αποτυχημένες προσπάθειες για μεταρρύθμιση του εγχώριου συστήματος πρόνοιας, ήταν και το σχέδιο νόμου του 1988, «Εκσυγχρονισμός και Αναδιοργάνωση Φορέων Κοινωνικής Πρόνοιας». Το σχέδιο προέβλεπε δύο νέους φορείς κοινωνικής πρόνοιας: τον Οργανισμό Πρόνοιας και Οικογένειας και τον Οργανισμό Πρόνοιας Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες. Στην ερώτηση «Γιατί απέτυχε αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία;», ο συγγραφέας απαντά ότι την ευθύνη φέρουν η έλλειψη πολιτικής υποστήριξης για την προώθηση ουσιαστικών διαχειριστικών παρεμβάσεων, καθώς και η αδυναμία κοινωνικοπολιτικού σχεδιασμού για την κάλυψη των οργανωτικών παρεμβάσεων του συστήματος πρόνοιας (Γεώρμας, 2021). Επαγωγικά, μπορεί να υποστηριχθεί η παντελής έλλειψη επενδύσεων στις σχολικές υποδομές, κάτι που αποδεικνύεται και από την έλλειψη κατάλληλα εξοπλισμένων νηπιαγωγείων, από τα κενά στις προσλήψεις εκπαιδευτικών και το μεγάλο αριθμό  αναπληρωτών εκπαιδευτικών.

4. Κοινωνική Πρόνοια και Ηθική 

Η ηθική σαν έννοια είναι αξιακά φορτισμένη όπου, μέσα στα πλαίσια μιας κοινωνίας, χαρακτηρίζει τους πολίτες σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους, όσο και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Η Κοινωνική Πρόνοια, παρόλο που θα ήταν αυτονόητο να «εργάζεται» για μια έννοια με βαρύνουσα σημασία, όπως η Ηθική, είναι απούσα. Αν οποιοσδήποτε παρατηρήσει την υπερπροσπάθεια που καταβάλλουν οι άνθρωποι για την αναζήτηση των προς το ζην, ανεξαρτήτως ηλικιών, στη σημερινή εποχή θα αντιληφθεί ότι η έννοια της Ηθικής είναι, δυστυχώς, «είδος υπό εξαφάνιση» (Γκορτζής, 2020).

Η εν λόγω κατάσταση προκαλεί κινδύνους αφού, μεταξύ άλλων, η Ηθική αποτελεί το θεμελιώδη λίθο της Κοινωνίας. Με την απουσία της, ακόμα και η Κοινωνική Πρόνοια, η σημαντικότερη υποχρέωση του κράτους, θα μεταβεί από την ύπαρξη στην ανυπαρξία (Γκορτζής, 2020), Τα παραπάνω συνεπάγονται καταστροφή, εφόσον η κοινωνία δε θα είναι σε θέση να μετεξελίσσεται σε ολοένα και πιο ηθική, την ίδια στιγμή που τα μέλη της θα προσπαθούν για τη μεγαλύτερη πνευματική τους αναβάθμιση. 

Συμπληρωματικά, αξίζει να υπομνησθεί ότι ο γνωστός  Έλληνας πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, Αντώνης Σαμαράκης, είχε πει: «Εκείνο που περνάει κρίση, ταλαντεύεται εντός μας ή ακυρώνεται, είναι η πίστη στις αξίες, όταν διαψεύδονται στην πράξη και, μάλιστα συχνά, από τους ίδιους που φύσει ή θέσει είναι ταραγμένοι θεματοφύλακές του». Την παραπάνω φράση χρησιμοποίησε σε άρθρο του ο Ηλίας Γιαννακόπουλος (2020), προκειμένου να υποστηρίξει πως η διάρρηξη της Ηθικής αποδίδεται στους θεματοφύλακες, ο σημαντικότερος εκ των οποίων είναι η Κοινωνική Πρόνοια, όπως έχει υποστηριχθεί σε μέρη της υπόλοιπης ανάλυσης. Επομένως, η κρίση του κοινωνικού κράτους σημαίνει, κατά συνέπεια, κρίση νομιμοποίησης. Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα της δεσμευτικότητας των ηθικο – πολιτικών αξιών, η αναφορά στις οποίες προσδίδει νομιμοποιητική ισχύ στους θεσμούς και στις πολιτικές του κοινωνικού κράτους (Ζαπατέτα, 2011). 

5. Κοινωνική Πρόνοια και Οικονομία

Το κράτος πρόνοιας που αριθμεί περισσότερο από 3 αιώνες ζωής, τα τελευταία χρόνια, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, βρίσκεται σε κρίση και αμφισβήτηση. Οι βασικοί στόχοι όπως η αναδιανομή των πόρων, η κοινωνική ισορροπία, η αναπαραγωγή και η νομιμοποίηση του συστήματος μέσα στις σύγχρονες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, δέχονται κριτική ως προς τον τρόπο υλοποίησής τους και τα τελικά επιθυμητά αποτελέσματα (Παναγιωτόπουλος, 2015). 

Η απουσία μέτρων Κοινωνικής Πρόνοιας στο πεδίο της Οικονομίας, εκτός από τη δυσπραγία, την ανεργία και τη φτώχεια, αποδεικνύεται και από την άνθιση της οικονομικής αλληλεγγύης. Η τελευταία πρόκειται για έναν χώρο οικονομικής δραστηριότητας, απευθυνόμενος σε όλους τους πολίτες, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο πρόσθετο εισόδημα, ώστε να μην βρεθεί κανένας σε κατάσταση ένδειας. Παράλληλα με τα υλικά αγαθά, ήταν υπεύθυνη και για την προσφορά άυλων αγαθών, υπό τη μορφή αναγκαίων υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, λόγος γίνεται για τις υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης, πολιτισμού κ.α. (Τακτικός, 2013). 

Το έργο της οικονομίας της αλληλεγγύης, συμπληρώνουν οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ειδικότερα, οι γνωστές μη κερδοσκοπικές – κυβερνητικές οργανώσεις και γενικότερα κάθε πράξη φιλανθρωπίας (Τακτικός, 2013). Τα προαναφερθέντα δε χαίρουν, σε σημαντικό βαθμό, δημόσιας υποστήριξης, γεγονός στο οποίο κάνει μνεία και ο Κοντός, παρουσιάζοντας την σπασμωδική, χωρίς οργάνωση και όραμα, ίδρυση του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής, αποκλειστικά και μόνο με «επιδερμικά» – έκτακτα επιδόματα σε συνταξιούχους, μακροχρόνια ανέργους και άτομα με αναπηρίες (Γεώρμας, 2021).  

Η παντελής απουσία κράτους πρόνοιας και κοινωνικής ευημερίας, όχι μόνο δεν παρέχει λύση έναντι της φτώχειας και της εξαθλίωσης, αλλά αυξάνει τα αδιέξοδα για τις ευάλωτες ομάδες του λαού και ιδιαίτερα όσων ζουν ήδη αυτές τις συνθήκες. Ουσιαστικά, η συμβολή του κράτους πρόνοιας στο χώρο της οικονομίας  αμφισβητείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, από τότε δηλαδή που φαινόταν η παθητική στάση του ελληνικού κράτους, με αποτέλεσμα να υιοθετεί τελικά τα μέτρα και την πορεία των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών κρατών (Κομποθανάσης, 2017). 

Επίλογος

Κάθε οργανωμένο σύνολο που διαθέτει μέλη, είναι υποχρεωμένο να τα προστατεύει. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε οργανωμένο κοινωνικό σύστημα έχει την ευθύνη της προστασίας όλων των πολιτών του. Τη στιγμή που γίνεται λόγος για προστασία, την ίδια στιγμή γίνεται λόγος για μια σειρά μέτρων, τα οποία λαμβάνονται, εφαρμόζονται και χαίρουν απόλαυσης από τον εκάστοτε άνθρωπο που βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης. Ο ρόλος της Κοινωνικής Πρόνοιας είναι ακριβώς αυτός. Η συμβολή της χρειάζεται σε έκτακτες περιπτώσεις και συγκεκριμένα όταν διαπιστωθεί, με τις επιστημονικές υποδείξεις, ότι κάποιος χρήζει βοήθειας, ως πραγματικά πάσχων. 

Το δυσάρεστο ωστόσο της υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκε από την ανάλυση, είναι η παρουσία κατά το ήμισυ ή ακόμα και η παντελής απουσία Κοινωνικής Πρόνοιας, σε περιπτώσεις μάλιστα που η συμβολή της θεωρείται απαραίτητη. Το ευτύχημα βεβαίως που παρουσιάζεται, είναι η στιγμή που η ανυπαρξία της δημόσιας πρωτοβουλίας αντικαθίσταται από την ιδιωτική. Ειδικότερα, από την ίδρυση και λειτουργία μη κερδοσκοπικών – κυβερνητικών οργανισμών και από τις ατομικές φιλανθρωπίες με οποιαδήποτε μορφή. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι αν η παρουσία του δημοσίου συστήματος, μέσω των μέτρων Κοινωνικής Πρόνοιας, ήταν η ενδεδειγμένη και η κατάλληλη για την εκάστοτε περίπτωση, τότε η παραμικρή δράση ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα ήταν περιττή. 

Εν κατακλείδι, δεν αμφισβητείται η οποιαδήποτε προσπάθεια του δημοσίου συστήματος για δημιουργία ενός ισχυρού Κράτους Πρόνοιας, αλλά συνάμα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και η έντονη κρίση που περνά μέσα στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτό αποδεικνύεται και από την έρευνα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), όπου επισημαίνεται ότι οι δαπάνες για προγράμματα Κοινωνικής Πρόνοιας αγγίζουν μόνο το ποσοστό του 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Δαμάσκου και συν., 2014). 


Βιβλιογραφία 

Ανάλυση της κατάστασης των παιδιών και των νέων: Ελλάδα 2020 (2020). UNICEF. Retrieved from here.

Γεώρμας, Κ. (2021). Από τις ανεκπλήρωτες μεταρρυθμίσεις της κοινωνικής πρόνοιας στον Οργανισμό Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ). Κοινωνική Πολιτική, 15, 29–46. DOI:  10.12681/sp.29090

Γιαννακόπουλος, Η. (2020). Οι θεματοφύλακες της ηθικής και ο ηθικός βομβαρδισμός. slpress.gr. Retrieved from here

Γκορτζής, Α. (2020). Ηθικές αξίες για Κοινωνική Ευημερία. neakriti. Retrieved from here

Γράβαλου, Α. (2003). Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Φροντίδας στην Ελλάδα σήμερα, ως μέρος του ευρύτερου συστήματος Κοινωνικής Προστασίας: Προκλήσεις και Προοπτικές. Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης – Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Retrieved from here.

Δαμάσκου, Α., Ερηνάκης, Ν., Κυπριάδη, Α., Σαμαρά, Κ. & Ψαρρά, Χ. (2014). Κράτος πρόνοιας εν μέσω κρίσης. naftemporiki.gr. Retrieved from here. 

Ζαπατέτα, Β. (2011). Κοινωνικός αποκλεισμός – Κράτος πρόνοιας – Διαδικαστικά δικαιώματα [Διπλωματική εργασία]. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Retrieved from here.

Η ΕΔΟΝ για το θάνατο παιδιών και την απουσία κοινωνικής πρόνοιας (2019). edon.org.cy. Retrieved from here.  

Κομποθανάσης, Ι. (2017). Κοινωνική Πολιτική και Άτομα με Ειδικές Ανάγκες: Παροχές, Εργασία και ο ρόλος των Μ.Κ.Ο. [Πτυχιακή Εργασία]. Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Retrieved from here.

Ντούνης, Α. (2013). Η Κοινωνική Πρόνοια στο πλαίσιο της Κοινωνικής Ασφάλειας και οριοθέτησής της. socialpolicy.gr. Retrieved from here.

Παναγιωτόπουλος, Ν. (2015). Η κρίση και οι προοπτικές του κράτους πρόνοιας στις σύγχρονες συνθήκες. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Retrieved from here.

Πανουτσοπούλου, Κ. (1984). Κοινωνική πρόνοια: Ιστορική εξέλιξη – Σύγχρονες τάσεις. Εκδόσεις Γρηγόρη.

Το έργο του Συνηγόρου το 2016: Υγεία και Πρόνοια (2016). Συνήγορος του Πολίτη. Retrieved from here.

Τακτικός, Β. (2013). Τι είναι η Κοινωνική Οικονομία;. socialpolicy.gr. Retrieved from here.


logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.