Πηγή εικόνας: εδώ
Της Ευαγγελίας Τσαμούλου, μέλους της Ομάδας «Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής»
Εισαγωγή
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά μια ιδιαίτερη πολιτική οντότητα που απαρτίζεται από πληθώρα κρατών-μελών, με διάθεση συνεργασίας και πραγμάτωση κοινών στόχων (Αυγερίδης, 2020). Η δυναμική αυτή διοχετεύεται στη δημιουργία ενός μορφώματος υπερεθνικού χαρακτήρα. Με τον όρο “υπερεθνικό”, γίνεται αναφορά σε κράτη με σύνορα περισσότερο διαπερατά, μιας εξουσίας όχι τόσο κυρίαρχης σε εθνικό επίπεδο (Newton & van Deth, 2020) και σε μία ενότητα ευρύτερη των επιμέρους κρατών που την συνιστούν. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, διαρκείς κρίσεις στους κόλπους της Ένωσης θέτουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα υπό αμφισβήτηση κι έχουν ως σημαντικό επακόλουθο την ανάπτυξη πολιτικής ρητορικής, που εκφράζεται ως «ευρωσκεπτικιστικισμός» (Γεωργιτζίκη, 2016). Η τελευταία χαρακτηρίζεται συχνά από στοιχεία “λαϊκισμού” και όχι απλής κριτικής προς το φαινόμενο της ΕΕ. Θα μπορούσε να υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στη συγκεκριμένη στάση (του “ευρωσκεπτικισμού”) και σε κόμματα λαϊκιστικού χαρακτήρα;
Ορίζοντας τον «Ευρωσκεπτικισμό»
Προτού προβούμε σε μια εξέταση του βαθμού συσχέτισης του όρου με το «λαϊκισμό», καθίσταται χρήσιμο να αποσαφηνίσουμε την έννοια του όρου «ευρωσκεπτικισμός», καθώς και τα αίτια που οδήγησαν στο φαινόμενο.
Σύμφωνα με τους Pirro et al. (2018), με την έννοια του «ευρωσκεπτικισμού» εκφράζεται η ιδέα τόσο μιας ενδεχόμενης εναντίωσης-αντίδρασης, όσο και μιας κάθετης αντίθεσης απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εξειδικεύοντας τον ορισμό αναφορικά με την παράμετρο των αιτιών του φαινομένου, ο Hix θεωρεί ότι πολίτες και πολιτικά κόμματα αντιτίθενται στην Ε.Ε., καθώς αισθάνονται ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θίγει έντονα τα συμφέροντά τους (Hooghe, 2007). Η προαναφερθείσα διαδικασία μπορεί να λάβει είτε τη μορφή μερικής αποδοκιμασίας σε θεσμούς ή πολιτικές της ΕΕ, είτε τη γενική απόρριψη της ευρύτερης εκλογικής διαδικασίας από μέρους των ψηφοφόρων (Κοπτσίδης, 2018).
Ανάλογα με την ένταση του φαινομένου, ο ευρωσκεπτικισμός μπορεί να διακριθεί σε δύο μορφές: τον “ήπιο” και το “σκληρό”. Ο ήπιος ευρωσκεπτικισμός (soft euroscepticism) ορίζεται ως η αντίθεση στην τρέχουσα ή τη μακροπρόθεσμη πολιτική που ακολουθεί η Ένωση. Αντίθετα, ο σκληρός (hard euroscepticism) χρησιμοποιείται ως ιδεολογική αντίθεση στο ευρύτερο πρόγραμμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (Αυγερίδης, 2020). Αφενός, με την ήπια μορφή του φαινομένου εκδηλώνεται το αίσθημα της αντίδρασης έναντι των εσωτερικών πολιτικών και συμβάσεων που λαμβάνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και επηρεάζουν την έννομη τάξη των κρατών-μελών, καθώς και της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος ευρύτερα. Αφετέρου, η σκληρή μορφή χαρακτηρίζεται περισσότερο από την απόλυτη άρνηση των στοχοθεσιών που θέτει η Ένωση σε πολιτικό επίπεδο και εντοπίζεται σε αντι-ευρωπαϊκά κόμματα του Ευρωκοινοβουλίου, όπως το “Europe of Freedom and Direct Democracy” (Μαργαρώνη και συν., 2014). Ενώ η ήπια μορφή ευρωσκεπτικισμού εμφανίζει μια κριτική στάση απέναντι σε συγκεκριμένες πτυχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που θεωρούνται προβληματικές, η σκληρή μορφή (του λεγόμενου «ευρωαρνητισμού») τίθεται υπέρ της διάλυσης της ΕΕ (Φραγκονικολόπουλος, 2017).
Οι βαθύτεροι λόγοι ύπαρξης του φαινομένου μπορούν να εντοπιστούν, κυρίως, στο φόβο από μέρους πολιτών για την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και αυτονομίας, στην ευρύτερη αντίθεση στην υπερεθνικότητα, καθώς και στην περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις της ΕΕ (Γεωργιτζίκη, 2016). Ακόμη, οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής, μεταναστευτικής και οικονομικής κρίσης των τελευταίων δύο δεκαετιών ενέτειναν τις προηγούμενες τάσεις, με αποτέλεσμα την αύξηση της έντασης των αντιευρωπαϊκών φωνών. Αυτό αποτυπώθηκε στις εκλογές του Μαΐου του 2019, από τις οποίες διαμορφώθηκαν σημαντικά τα δεδομένα του συσχετισμού δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Αυγερίδης, 2020). Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό των ψήφων που κέρδισε, αφενός, το κόμμα της Συνομοσπονδιακής Ομάδας της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς – Αριστερά των Πρασίνων των Βορείων Χωρών (GUE-NGL) ανερχόταν στο 5,46%, το οποίο μεταφράστηκε σε 41 θέσεις του ΕΚ. Αφετέρου, το κόμμα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR) έφτασε το 8,26%, καλύπτοντας 62 από τις 751 θέσεις.
Πέρα από τα παραπάνω, ο Ευρωσκεπτικισμός και οι λόγοι εμφάνισής του είναι άμεσα συνυφασμένοι με το δημοκρατικό έλλειμμα και τη δημοκρατική νομιμοποίηση της Ένωσης (Μαργαρώνη και συν., 2014). Ας επεκτείνουμε, όμως, τον συλλογισμό μας, για να αντιληφθούμε πώς προκύπτουν αυτά τα φαινόμενα. Αρχικά, καθίσταται σαφές πως η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας συνιστά τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η σύγχρονη δημοκρατία (Φραγκονικολόπουλος, 2017). Η πραγμάτωση, δηλαδή, του βασικού στόχου της δημοκρατικής διακυβέρνησης -η εκπλήρωση των αιτημάτων του λαού- αποτελεί συχνά και το κριτήριο δημοκρατικότητάς της. Τοποθετώντας την σχέση αυτή στο επίπεδο της ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, παρατηρείται ότι το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ αντανακλά την έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα στις απαιτήσεις των πολιτών και στην πολιτική πράξη (Φραγκονικολόπουλος, 2017, σ. 32). Πέραν αυτού, στην ύπαρξη του ευρωσκεπτικισµού συµβάλλει και το επικοινωνιακό έλλειµµα της ΕΕ. Το έλλειμμα αυτό συνίσταται στη μη επαρκή πληροφόρηση των πολιτών για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και αποτελεί πρόβλημα, καθώς οι ευρωπαϊκοί θεσµοί παρουσιάζουν αδυναμία να δημιουργήσουν άµεσες σχέσεις µε τους πολίτες των κρατών-μελών στο πλαίσιο μιας αλληλεπίδρασης πολιτών-ευρωπαϊκής Πολιτείας. (Κοπτσίδης, 2018). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η μη πλήρης ικανοποίηση των προσδοκιών και επιθυμιών των πολιτών, καθώς και η απόσταση ανάμεσα στην Ένωση και τους πολίτες, δημιουργεί ένα αίσθημα αποξένωσης και έναν προβληματισμό έναντι των ευρωπαϊκών πραγμάτων, που εκφράζεται ως ευρωσκεπτικισμός. Συνεπώς, τόσο το δημοκρατικό όσο και το επικοινωνιακό έλλειμμα που εμφανίζονται αποτέλεσαν βασικούς λόγους για την εμφάνιση του φαινομένου.
Η σχέση του ευρωσκεπτικισμού με τον λαϊκισμό
Κατά πόσο, όμως, η ευρωσκεπτικιστική στάση σχετίζεται με την ύπαρξη του λαϊκισμού; Ορίζοντας το «λαϊκισμό», είναι σαφές πως αποτελεί μια μορφή πολιτικής που βρίσκει έδαφος σε προκαταλήψεις και συναισθήματα που εμφανίζονται στην πολιτική. Το φαινόμενο αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την πρακτική. Ειδικότερα, πολιτικοί που ασκούν λαϊκισμό επικαλούνται την ύπαρξη μιας εκμετάλλευσης των πολιτών από τους ισχυρότερους. Εργαλείο τους είναι οι προκαταλήψεις και στόχος τους είναι να πείσουν τους πολίτες ότι η ψήφος σε αυτούς είναι το κλειδί για να επέλθει το τέλος της εκμετάλλευσης. Οι εκφάνσεις του λαϊκισμού κυμαίνονται εντός ενός ευρέος φάσματος ιδεολογιών, από μία αριστερή μαρξιστική μορφή όσο και μία δεξιά φασιστική, ωστόσο υπάρχουν αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ως μια -δημοκρατική- ιδεολογία (Newton & van Deth, 2020).
Ο τρόπος με τον οποίο συγκεκριμένα λαϊκιστικά κινήματα τείνουν να αντιπροσωπεύουν το λαό, παρακάμπτοντας τις δημοκρατικές διαδικασίες και εκδηλώνοντας μη φιλελεύθερες στάσεις (με την ύπαρξη ενός χαρισματικού ηγέτη ως καθοδηγητή, καθώς και την επιδίωξη κοινωνικής πολυδιάσπασης), τα καθιστά φαινόμενο που οι δημοκρατικοί θεσμοί δύσκολα μπορούν να αγνοήσουν (Σταυρακάκης και συν., 2015).
Πώς εκφράζεται όμως αυτή η πρακτική στο ευρωπαϊκό επίπεδο; Ένα παράδειγμα είναι η εργαλειοποίηση των δημοψηφισμάτων για την επικύρωση Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, κατόπιν διακυβερνητικής συμφωνίας για το περιεχόμενο μιας Συνθήκης, κάθε εθνική έννομη τάξη των κρατών-μελών μπορεί να αναθέσει την ευθύνη έγκρισης ή απόρριψής της στους πολίτες (Αυγερίδης, 2020). Η έλλειψη, ωστόσο, πληροφόρησης από μέρους των τελευταίων δίνει τη δυνατότητα σε πολιτικούς ηγέτες-δημαγωγούς να αποκτήσουν πολιτική ισχύ, διαδίδοντας ψεύδη και επιχειρώντας επικλήσεις στα συναισθήματα των πολιτών (Newton & van Deth, 2020) και να τους επηρεάσουν ώστε να προτιμήσουν ένα απορριπτικό αποτέλεσμα.
Παρά το παραπάνω παράδειγμα, σύμφωνα με τον Kneuer (2019),τα λαϊκιστικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα δεν αποτελούν πανομοιότυπες έννοιες και απαιτούν ξεχωριστά αναλυτικά πλαίσια. Τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα δεν εμφανίζουν απαραίτητα έντονα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά και το αντίστροφο. Το SAS στη Σλοβακία, το LCS στη Λιθουανία και το Τσεχικό ODS αποτελούν παραδείγματα όπου τα λαϊκιστικά κόμματα δεν έθεσαν απαραίτητα τον ευρωσκεπτικισμό, ή ακόμη και μια αντιευρωπαϊκή στάση, ως κορυφαία προτεραιότητά τους στα προγραμματικά ζητήματα.
Η πρόσφατη αναβίωση, ωστόσο, του φαινομένου του λαϊκισμού αποτέλεσε την αφορμή συσχέτισης του με τον ευρωσκεπτικισμού. Αναλυτικότερα, τα παλαιότερα λαϊκιστικά κόμματα (όπως UKIP και PVV στην Ολλανδία) αύξησαν την ευρωσκεπτικιστική τους στάση, προχωρώντας σε μια ξεκάθαρη αντιευρωπαϊκή έμφαση υπέρ της αποχώρησης από τη Νομισματική και Οικονομική Ένωση, ή ακόμα και από την ΕΕ. Εντούτοις, δεν θα μπορούσαν όλα τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα να χαρακτηριστούν λαϊκιστικά και το αντίστροφο, καθώς δεν παρουσίαζαν τα ίδια χαρακτηριστικά αυτών των φαινομένων στον ίδιο βαθμό. Από την άλλη, τα νεοεμφανιζόμενα λαϊκιστικά κόμματα έθεσαν απευθείας τον ευρωσκεπτικισμό στην πρώτη θέση της ατζέντας τους. Αυτή η τάση, σε επίπεδο διακηρύξεων και στοχοθεσίας αυτών των κομμάτων, φανερώνει ότι ο λαϊκισμός αποτελεί “κινούμενο στόχο” και ότι μπορεί να προσαρμοστεί με ευελιξία στις νέες συνθήκες (Kneuer, 2019), υιοθετώντας αρνητικές στάσεις που ξεπερνούν την κριτική της εγχώριας εκμετάλλευσης.
Η σχέση αυτή λαϊκισμού και ευρωσκεπτικισμού γίνεται αντιληπτή και σε άλλες περιπτώσεις με διαφορετική μορφή. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι κόμματα λαϊκιστικού χαρακτήρα κινητοποιούνται αντιδρώντας σε πραγματικές ή αντιληπτές κρίσεις και αποτυχίες των ελίτ, και προσδίδοντας αξιοπιστία στα διάφορα ευρωσκεπτικιστικά επιχειρήματα. Αυτό το φαινόμενο αφορά τόσο τα κόμματα της αριστεράς (Podemos στην Ισπανία, SP στη Γερμανία) όσο και της δεξιάς (FN στη Γαλλία και LN στην Ιταλία) (Pirro et al., 2018).
Επίλογος
Ο Ευρωσκεπτικισμός συνιστά ένα συστηµικό φαινόµενο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που απασχολεί έντονα την ευρωπαϊκή δηµόσια σφαίρα και τίθεται στο επίκεντρο του δηµόσιου διαλόγου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Κοπτσίδης, 2018). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Díaz-Tejeiro (2020), το ζήτημα του ευρωσκεπτικισμού αποτελεί μια από τις κύριες προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη σήμερα η Ευρώπη. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ της ΕΕ και των Ευρωπαίων πολιτών συνεπάγεται την αύξηση της δημοκρατικότητας των θεσμών της Ένωσης. Το έλλειμμα δημοκρατίας στην ΕΕ αποτελεί το κύριο επιχείρημα στην ρητορική των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, τα οποία, εκμεταλλευόμενα τη γνωσιακή άγνοια των πολιτών, παρουσιάζουν λαϊκιστικές τάσεις και αντιτίθενται ολοένα και περισσότερο στις προσπάθειες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σε όποιο βαθμό αυτή κι αν είναι επιτυχής. Καθίσταται κατανοητό, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, ότι ο συσχετισμός των δύο φαινομένων δεν μπορεί να είναι απόλυτος και προσδιορίζεται ανάλογα με τους δρώντες και τις συνθήκες που τα δημιουργούν.
Βιβλιογραφία
Αυγερίδης, Δ. (2020). Η μεταρρυθμιστική αδράνεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως παράγοντας ερμηνείας του ευρωσκεπτικισμού [Διπλωματική εργασία]. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Retrieved from here.
Γεωργιτζίκη, Χ. (2016). Ευρωσκεπτικισμός και Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση-Η επίδραση της εκλογικής ανόδου των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων στον βαθμό δέσμευσης των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων έναντι του ενωσιακού εγχειρήματος [Διπλωματική εργασία]. Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Retrieved from here.
Κοπτσίδης, Α. (2018). Ευρωσκεπτικισµός και µέσα κοινωνικής δικτύωσης: “Πώς η Ε.Ε. διαχειρίζεται το αντιληπτό έλλειµµα Δηµοκρατίας µε τη χρήση των Social Media [Διπλωματική εργασία]. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Retrieved from here.
Μαργαρώνη, Μ., Μισσιρά Δ. & Σαραβάκος Κ., (2014). Η σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Κοινωνική οικονομική κρίση, το δημοκρατικό έλλειμμα και η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού. Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Retrieved from here.
Σταυρακάκης, Γ., Νικήσιανης, Ν. Κιουπκιολής, Α., Κατσαμπέκης, Γ., Σιώμος, Θ. (2015). Λαϊκιστικός λόγος και Δημοκρατία. Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 43. 47-78. DOI: 10.12681/hpsa.14405
Φραγκονικολόπουλος, Χ. (2017). Ευρωπαϊκή Ένωση: Η αναπόφευκτη πρόκληση της δημοκρατικής νομιμοποίησης- Παλιές έννοιες και νέες προκλήσεις. Επίκεντρο.
Díaz-Tejeiro, M. D. (2020). Guest post: Money cannot buy love, but it can persuade Eurosceptics. European Commission. Retrieved from here.
European Parliament: 2019-2024 (2019). European Parliament. Retrieved from here.
Hooghe, L. (2007). What drives Euroscepticism, Party-Public cueing, ideology and Strategic Opportunity. European Union Politics, 8(1). 5-12. DOI: 10.1177/1465116507073283
Kneuer, M. (2019). The tandem of populism and Euroscepticism: a comparative perspective in the light of the European crises, Contemporary Social Science, 14(1). 26-42. DOI: 10.1080/21582041.2018.1426874
Newton, K. & van Deth, J. W. (2020). Πολιτικές ιδεολογίες: Συντηρητισμός, φιλελευθερισμός, χριστιανοδημοκρατία και σοσιαλισμός. Στο Newton, K. & van Deth, J. W. (2020). Συγκριτική πολιτική, 3η έκδ. (σσ. 361-386). Εκδόσεις Τζιόλα.
Pirro, A. L., Taggart, P., & van Kessel, S. (2018). The populist politics of Euroscepticism in times of crisis: Comparative conclusions. Politics, 38(3), 378-390. DOI: 10.1177/0263395718784704
H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.