Πηγή εικόνας: εδώ

Της Εύας Πούλη, μέλους της Ομάδας Αρθρογραφίας


Εισαγωγή 

Αν και κατεξοχήν ταυτισμένες με την έννοια του απρόβλεπτου, οι κρίσεις αποτελούν ένα στοιχείο της καθημερινότητας όχι μόνο των ατόμων, αλλά και των κρατών. Διαρκώς οι άνθρωποι, είτε ως απλοί πολίτες είτε ως πολιτικοί ταγοί και αρχηγοί κρατών, καλούνται να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις της ζωής και του διεθνούς συστήματος αντίστοιχα, ειδικά όταν οι προκλήσεις αυτές προκύπτουν απρόβλεπτα, ανύποπτα και σε μεγάλη κλίμακα. Πράγματι, οι κρίσεις εν γένει χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της έκπληξης, θέτουν ποικίλα διακυβεύματα σε περιορισμένο χρόνο και, παρά τον έντονο βαθμό αβεβαιότητας που τις συνοδεύει, επιτάσσουν άμεσες, στοχευμένες και αποτελεσματικές λύσεις. Ποιος, όμως, δίνει λύσεις; Ή, πιο σωστά, ποιος δίνει τις  αποτελεσματικότερες λύσεις; Το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις, διερευνώντας τον βαθμό αποτελεσματικότητας των απολυταρχικών καθεστώτων στη διαχείριση εσωτερικών και εξωτερικών κρίσεων, με γνώμονα την ίδια τη φύση και τη δομή που διακρίνει τον αυταρχισμό ως πολίτευμα. 

Απολυταρχικά Καθεστώτα

Στο βιβλίο τους “Συγκριτική Πολιτική και Διακυβέρνηση”, οι Hague και Harrop ορίζουν την απολυταρχική εξουσία ως ένα συγκεντρωτικό σύστημα, με προβληματικές δομές, εμποτισμένες στη νοθεία, τη χειραγώγηση και τη καταστολή. Οι θεσμοί (εννοώντας κυρίως τα ΜΜΕ) είναι υποταγμένοι στη θέληση και τα συμφέροντα των πολιτικών και των ελίτ, ο πλουραλισμός συχνά απουσιάζει, η ελεύθερη πολιτική έκφραση καταπνίγεται, ενώ δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά όσον αφορά τις μειονότητες. Επομένως, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, εμφανώς ή ακόμη και έμμεσα τα απολυταρχικά καθεστώτα χαρακτηρίζονται από την τάση για συγκεντρωτικό έλεγχο της κοινωνίας και του κρατικού μηχανισμού. Προκειμένου να εδραιωθούν στο πολιτικό γίγνεσθαι και να μακροημερεύσουν, φροντίζουν να επιβάλλουν τη θέληση και τον έλεγχό τους σε τέσσερις κρίσιμους πυλώνες: μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη, τον εξαναγκασμό και την καταστολή, ένα ευρύ δίκτυο πελατειακών σχέσεων και τέλος τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, μάλιστα, αποτελούν ένα δίκοπο μαχαίρι για την πολιτική σκηνή του σήμερα. 

Πιο συγκεκριμένα, είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι αυταρχικοί ηγέτες εγκαταστάθηκαν πραξικοπηματικά, με την υποστήριξη του στρατού (από την εθνική μας ιστορία αναφέρουμε ενδεικτικά τα παραδείγματα του Μεταξά και του Παπαδόπουλου), πράγμα που καθιστά τη στρατιωτική και πολιτική σφαίρα αδιαχώριστες. Ως εκ τούτου, η σύμπλευση των συμφερόντων της εκτελεστικής εξουσίας με τους κύριους διοικητές των ενόπλων δυνάμεων επιτρέπει τον ευκολότερο και αποτελεσματικότερο περιορισμό και καταστολή των αντιφρονούντων, εξασφαλίζοντας στην αυταρχική κυβέρνηση τη δυνατότητα να ενσκήψει απρόσκοπτα στην άσκηση δημόσιας πολιτικής. Συγχρόνως, ο εξαναγκασμός, αυτή η οργανωμένη ικανότητα για βία, αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο της απολυταρχικής εξουσίας. Πολλές φορές βάναυσος και εξόφθαλμος, επιδιώκει να καλύψει το κενό της νομιμοποίησης με την υποταγή και την καταστολή. Από την άλλη πλευρά, οι πελατειακές σχέσεις εξυπηρετούν και αυτές με την σειρά τους την έλλειψη νομικής κατοχύρωσης του απολυταρχισμού, αφού πλέκουν γύρω από την εκτελεστική εξουσία ένα αφοσιωμένο δίκτυο υποστηρικτών. Ο διαμοιρασμός των φυσικών πόρων, η προώθηση των συμφερόντων και η υπακοή στα κελεύσματα ισχυρών -οικονομικών- παραγόντων παρουσιάζονται συχνά ως το κλειδί για την ομαλή σταδιοδρομία μιας αυταρχικά εγκαθιδρυμένης κυβέρνησης.

Εκτός από την έντονη διαπλοκή του δημοσίου με τον ιδιωτικό βίο, η διαφθορά εντοπίζεται και στον τομέα των μέσων ενημέρωσης, όπου ο έλεγχος για την ευνοϊκή κάλυψη -ακόμη και με την διαστρέβλωση της πραγματικότητας- είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη λογοκρισία και την εγκληματοποίηση όσων ασκούν κριτική στις ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας. Από τα παραπάνω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η διαιώνιση των απολυταρχικών καθεστώτων βασίζεται σε αυτό το συμπληρωματικό κουαρτέτο, αφού οι τέσσερις αυτοί παράγοντες συνθέτουν ένα συμπαγές ψηφιδωτό ελέγχου και επιβολής. Φυσικά, όλα τα παραπάνω υποστηρίζονται από ένα ακούραστο και διαστρεβλωμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό, που μέριμνα ώστε το σύστημα ελέγχου να λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, ακριβές και αμείλικτο σε οποιοδήποτε κέλευσμα του χρόνου… 

Ένα κέλευσμα του χρόνου συνιστούν και οι κρίσεις. Μια πρόκληση της συγκυρίας, μια αβεβαιότητα εγκυμονούσα στην ίδια τη φύση του συστήματος που θα μπορούσε να μετεξελιχθεί ανάλογα με τις ενέργειες όσων βρίσκονται σε θέσεις λήψης αποφάσεων, είτε σε ευκαιρία είτε σε απειλή. Αν αναρωτηθούμε, λοιπόν, ποια είναι τα απαραίτητα εκείνα εργαλεία που πρέπει να διαθέτει στη φαρέτρα της κάθε κυβέρνηση για να διαχειριστεί μια κρίση αποτελεσματικά, δυο έννοιες θα ξεχωρίσουν: ο έλεγχος και η επιβολή

Μηχανισμοί Ελέγχου 

Ουσιαστικά, η αποτελεσματικότητα, και κατ’ επέκταση η δυνητική επιτυχία μιας κυβέρνησης εν μέσω κρίσης, έγκειται στην ικανότητα της να λειτουργήσει με συντονισμό, προστατευτικά, δίνοντας κεντρικές και ξεκάθαρες οδηγίες στο σωστό χρόνο και κινητοποιώντας τους κατάλληλους φορείς. Μια κεντρικά και συγκεντρωτικά δομημένη κυβέρνηση -πρωτεύον χαρακτηριστικό της απολυταρχικής εξουσίας- έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί ταχύτερα στις απειλητικές προκλήσεις μιας κρίσης. Αυτό συμβαίνει διότι είναι σε θέση να κινητοποιήσει με απλούστερες -έστω κι αυταρχικές- διαδικασίες τους φορείς και τους απαραίτητους πόρους που κρίνονται καταλυτικοί για την κατάσβεση της κρίσης. Εξέχον παράδειγμα αποτελεί η απόφαση επιβολής περιοριστικών μέτρων κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας SARS-CoV-2 από την Κίνα, σε αντίθεση με άλλες δημοκρατικές χώρες, όπως η Γαλλία, των οποίων οι εσωτερικοί μηχανισμοί αντιπολίτευσης προέβαλαν σθεναρή αντίσταση σε αντίστοιχα μέτρα υγειονομικής προστασίας. Η ανάγκη λογοδοσίας των δημοκρατικών κυβερνήσεων στα νομοθετικά πολιτικά όργανα, παρότι εξασφαλίζει τη νομιμοποίηση, δεν εγγυάται πάντα την αποτελεσματικότητα και την αντανακλαστική δράση της πολιτείας που απαιτείται τις περιόδους των κρίσεων για την ανάπτυξη δημοσίων πολιτικών.

Παράγοντας “κοινωνία”

Δεν γίνεται επίσης να παραλείψουμε και τον παράγοντα της κοινωνίας. Ενώ από τη μια μεριά τα αυταρχικά καθεστώτα είναι εξοικειωμένα με την έννοια της καταστολής, της επιβολής και του ελέγχου, από την άλλη η κοινωνία πολλές φορές είναι εξοικειωμένη με μια κατάσταση -χειραγωγημένης- τάξης, με αποτέλεσμα, όταν αυτή τη τάξη εκτροχιάζεται και εξαπλώνεται το χάος, να αποζητά μια συγκεντρωτική και αποφασιστική δομή για τη προστασία της. Η φύση της πολιτικής ζωής στα αυταρχικά καθεστώτα εγκυμονεί στον πυρήνα της έναν προστατευτισμό, ιδανικό και καθησυχαστικό για έκτακτες καταστάσεις. Μάλιστα, καθότι τα απολυταρχικά καθεστώτα συχνά είναι προσωποπαγή ή επικρατεί η κομματοκρατία, είναι πιο εύκολο για τον λαό να ενσαρκώσει στο πρόσωπο του ηγέτη ή του κόμματος την έννοια της ασφαλείας, της τάξης και της εμπιστοσύνης, υπακούοντας πιστά στις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας. Σε αντιδιαστολή, στα δημοκρατικά πολιτεύματα η αμφισβήτηση της ακεραιότητας της κυβέρνησης προέρχεται κατα κύριο λόγο από την αντιπολίτευση -είδος υπό εξαφάνιση στην απολυταρχία- και αναπαράγεται στην κοινωνία, με απότοκο τη διαρραγή του κοινωνικού ιστού, την πόλωση και συνακόλουθα την αποσπασματική εφαρμογή των μέτρων αντιμετώπισης και εν τέλει την όξυνση της κρίσης. 

Η τέταρτη εξουσία 

Συμπληρωματικά, ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης, ειδικά σε μια εποχή τεχνολογικής -και επικοινωνιακής- φρενίτιδας, συνιστά ένα ακόμα πλεονέκτημα που διαθέτουν τα απολυταρχικά καθεστώτα για τη διαχείριση κρίσεων. Αναλυτικότερα, είναι σε μεγάλο βαθμό γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης διαδραματίζουν ένα ρόλο μαριονέτας για την απολυταρχική εξουσία, ένα ιδανικό μέσο ποδηγέτησης του κοινωνικού σώματος, χωρίς να αισθάνεται την υποχρέωση για υπευθυνότητα και διαφάνεια. Όπως επισημαίνει ο Serdar San σε έρευνά του για το αυταρχικό πλεονέκτημα της Κίνας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η άμεση διαπλοκή της απολυταρχίας με τους φορείς ενημέρωσης επέτρεψε την επικράτηση ενός αφηγήματος που ευαγγελιζόταν την ικανότητα χάραξης δημόσιας πολιτικής και τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, διαμορφώνοντας «έναν θετικό τόνο της κρίσης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης»

Πελατειακές σχέσεις 

Τέλος, οφείλουμε να αναφερθούμε και στο ρόλο των θυλάκων μεσεγγύησης, και σε ευρύτερο πλαίσιο των δικτύων πελατειακών σχέσεων. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα σύστημα ενίσχυσης της αυταρχικής σταθερότητας. Αναλυτικότερα, οι ελίτ, τα πελατειακά δίκτυα και οι παρακομματικές οργανώσεις μπορούν να λειτουργήσουν όχι μόνο ως μηχανισμός εδραίωσης, αλλά και ως καταλύτης για την αυταρχική αντοχή σε περιόδους κρίσεων. Το επιχείρημα εδράζεται στη λογική της αποτελεσματικής κατανομής των πόρων και των προνομίων, πράγμα που δημιουργεί μια πατρονιστική σχέση, καθιστώντας την εξάρτηση μια αναπόδραστη συνθήκη αμοιβαίας ωφέλειας. Ο Thomas B. Pepinsky, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της θετικής πολιτικής οικονομίας και της μακροοικονομίας της ανοιχτής οικονομίας, επισημάνει ότι η επιβίωση του καθεστώτος σε έκτακτες καταστάσεις κρίσης συνδέεται άρρηκτα με ακριβώς αυτή την αναδιανεμητική ιδιότητα της απολυταρχικής εξουσίας προς το πελατειακό της δίκτυο. Η αποτελεσματικότητα μιας δημόσιας πολιτικής, και κατά συνέπεια η επιβίωση του ίδιου του φαινομένου του αυταρχισμού, συναντώνται στην ικανότητα της εκτελεστικής εξουσίας να αναλάβει πρωτοβουλίες και να επιβάλει πολιτικές ευνοϊκές προς τους πελάτες. Η πολιτική σύγκρουση επέρχεται όταν τα αυταρχικά καθεστώτα αδυνατούν να συγκεντρώσουν τους πόρους που απαιτούνται για να τροφοδοτήσουν επαρκώς την υποστηρικτική τους μηχανή. Υπό αυτό το πρίσμα ανάλυσης, εξηγείται και το διαφορετικό πολιτικό αποτέλεσμα της ασιατικής χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ινδονησία και τη Μαλαισία, το 2004-2005. Παράδειγμα αποτελούν και η Τουρκία με το Ιράν, σε σχέση με τον ρόλο των ομάδων πίεσης και συμφερόντων και τον βαθμό που μπορούν να επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά (αντίστοιχα) την αντιμετώπιση μιας έκτακτης κατάστασης.

Αστάθμητοι Παράγοντες 

Πρόδηλα, παρά τη φύση του απολυταρχικού καθεστώτος δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε και τις αστάθμητες μεταβλητές που χαρακτηρίζουν όχι μόνο τις κρίσεις (ως ένα παράγωγο της συγκυρίας), αλλά και την αποτύπωση της απολυταρχίας με όρους προσωπικότητας. Με άλλα λόγια, είναι ανάγκη να υπογραμμίσουμε ότι η αποτελεσματικότητα μιας κατάστασης δεν εξαρτάται ικανά και αναγκαία από τα δομικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος, αλλά κυρίως από το ποιος τα διαχειρίζεται. Η προσωπικότητα του ηγέτη, η οξυδέρκεια, η διορατικότητα και η κρίση αυτού που βρίσκεται στις πρώτες γραμμές της διαχείρισης αποτελεί το αστάθμητο αυτό στοιχείο που επηρεάζει τον ρου της ιστορίας, πέρα από την φύση του συστήματος που την διέπει. Ανάγοντας την συζήτηση στο σήμερα, είναι εύλογο να εστιάζουμε στο δομικό πλεονέκτημα που διαθέτει ο Πούτιν όσον αφορά το πολιτικό σύστημα του κράτους της Ρωσίας και της ουκρανικής κρίσης σε ενδοκρατικό επίπεδο. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να το διαχωρίσουμε από την επιρροή που και ο ίδιος ως προσωπικότητα ασκεί στην ομαλή λειτουργία του συστήματος αυτού και ως επακόλουθο στην ανάδειξη του αυταρχικού πλεονεκτήματος. 

Συμπεράσματα 

Καταλήγοντας, το αυταρχικό πλεονέκτημα στις περιόδους κρίσης θεμελιώνεται κατά κύριο λόγο σε δομικά και συστημικά επιχειρήματα, στους βασικούς πυλώνες ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Η συγκεντρωτική φύση, η προστατευτική τάση, η ελεγκτική ικανότητα και η αναδιανεμητική δυνατότητα της εκτελεστικής εξουσίας συνθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία για την αποτελεσματική διαχείριση ενός προβλήματος. Παρόλα αυτά, δεν μπορούμε να παραλείψουμε και άλλους αστάθμητους παράγοντες, όπως την επίδραση της τύχης και την ικανότητα του ηγέτη, που συνθέτουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα στο ζήτημα της αποτελεσματικότερης διαχείρισης των κρίσεων. 


Πηγές 

Chan, H. (2013). Crisis Politics in Authoritarian Regimes: How Crises Catalyse Changes under the State–Society Interactive Framework. Contingencies and Crisis Management, 21(4), 200–210. DOI: 10.1111/1468-5973.12024 

Cukierman, A. (2021). Effectiveness of Collective Action Against the Pandemic: Is There a Difference between Democratic and Authoritarian Regimes? CERP Discussion Paper No. DP15791. Retrieved from here 

Escribà-Folch, A., Böhmelt, T., & Pilster, U. (2019). Authoritarian regimes and civil–military relations: Explaining counterbalancing in autocracies. Conflict Management and Peace Science, 37(5), 559–579. DOI: 10.1177/0738894219836285

Hague, R., & Harrop, M. (2010). Comparative government and politics : an introduction. Palgrave Macmillan.

Handlin, S. (2016). Mass Organization and the Durability of Competitive Authoritarian Regimes: Evidence From Venezuela. Comparative Political Studies,  49(9), 1238–1269. DOI: 10.1177/0010414016628186

Maravall, J.-M. (1994). Economías y regimenes políticos. Estudios Working Papers, Working Paper 1994/59. Instituto Juan March, Centro de Estudios Avanzados en Ciencias Sociales. Retrieved from here.

Pepinsky, T. B. (2009). Economic Crises and the Breakdown of Authoritarian Regimes: Indonesia and Malaysia in Comparative Perspective. Cambridge University Press. Retrieved from here 

San, S., Bastug, M. F., & Basli, H. (2020). Crisis management in authoritarian regimes: A comparative study of COVID-19 responses in Turkey and Iran. Global Public Health, 16(4), 1–17. DOI: 10.1080/17441692.2020.1867880

Schwartz, A. (2020). Contracts and COVID-19. Colorado Law Scholarly Commons. Retrieved from here 

Slater, D. & Fenner, S. (2011). State Power and Staying Power: Infrastructural Mechanisms and Authoritarian Durability. Journal of International Affairs, 65(1), 15–29. Retrieved from here


logo_transparent

H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.