Πηγή εικόνας: εδώ (UNIDO)
Του Μάριου Καπουσούζη, μέλους της Ομάδας Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής
Εισαγωγή
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής προσπάθησαν να προσεγγίσουν το επίπεδο ανάπτυξης του Δυτικού κόσμου, ακολουθώντας ορισμένες αναπτυξιακές στρατηγικές. Η θεματική της παρούσας έρευνας είναι η ανάλυση των μοντέλων ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη τις κυριότερες στρατηγικές που υιοθέτησαν οι χώρες αυτές και τα βασικά στοιχεία τους, ώστε να διαπιστωθεί ο τρόπος που θα οδηγούσε στην ανάπτυξή τους. Για το λόγο αυτό, αρχικά θα περιγραφεί η έννοια της οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης και στη συνέχεια, αναφορικά με τις διαφορετικές προσεγγίσεις της αναπτυξιακής στρατηγικής, θα εξεταστεί η θέση Prebisch-Singer (σχετικά με το εισοδηματικό χάσμα αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών), η εκβιομηχάνιση υποκατάστασης των εισαγωγών, οι νεομαρξιστικές αναπτυξιακές στρατηγικές, καθώς και το ασιατικό οικονομικό «θαύμα».
Οικονομική μεγέθυνση και οικονομική ανάπτυξη
Όπως επισημαίνει ο Nafziger (2012), οι δύο αυτοί όροι (οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη) δεν είναι ταυτόσημοι. Η μεγέθυνση είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ανάπτυξη. Ο όρος οικονομική μεγέθυνση αναφέρεται στην αύξηση του συνολικού προϊόντος ή εισοδήματος κατά κεφαλήν. Ο όρος οικονομική ανάπτυξη αναφέρεται στην οικονομική μεγέθυνση που συνοδεύεται από αλλαγές στη διανομή του εισοδήματος και της οικονομικής δομής. Μπορεί δηλαδή να περιλαμβάνει λ.χ. μια βελτίωση της ευημερίας των φτωχότερων, μία αύξηση της παροχής υπηρεσιών ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος. Η οικονομική μεγέθυνση εστιάζει σε ποσοτικούς δείκτες (π.χ. Ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα), ενώ η οικονομική ανάπτυξη στις μεταβολές των δυνατοτήτων.
Η θέση Prebisch-Singer
Οι ιδέες των Raul Prebisch και Hans Singer επηρέασαν σημαντικά τις αναπτυξιακές στρατηγικές των χωρών του Νότου. Τη δεκαετία του 1950 δημοσίευσαν ξεχωριστές μελέτες, στις οποίες υποστήριζαν ότι το εισοδηματικό χάσμα αυξάνεται εξαιτίας μιας μακροχρόνιας μείωσης των τιμών των πρωτογενών προϊόντων.
Η θέση των Prebisch-Singer (Prebisch, 1950; Singer, 1953; Cuddington et al., 2002) ήταν ότι, καθώς αυξάνεται το εισόδημα, αυξάνεται η ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα, χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο για τα γεωργικά προϊόντα και πρώτες ύλες. Υποστήριζαν μάλιστα, ότι η ζήτηση για πρώτες ύλες μπορεί να μειωθεί εξαιτίας της τεχνολογικής προόδου, που οδηγεί στην ανακάλυψη υποκατάστατων αγαθών. Το ελεύθερο εμπόριο δεν ευνοούσε τις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση ως εξαγωγείς πρωτογενών προϊόντων. Ως εκ τούτου, η εξάρτηση των αναπτυσσομένων χωρών από πρωτογενή προϊόντα οδηγούσε σε επιδείνωση των όρων εμπορίου.
Η μείωση του χάσματος θα μπορούσε να επιτευχθεί με τους εξής τρόπους: α) με τον περιορισμό της παραγωγής πρωτογενών προϊόντων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, β) με την εκβιομηχάνιση των οικονομιών τους.
O Prebisch ισχυρίστηκε ότι θα πρέπει οι χώρες αυτές να υιοθετήσουν στρατηγική εκβιομηχάνισης και υποκατάστασης των εισαγωγών. Το κύριο πλεονέκτημα θα ήταν η παραγωγή αγαθών που μέχρι τότε εισάγονταν. Το έργο του Prebisch είχε στο επίκεντρο του τις έννοιες κέντρο και περιφέρεια και αποτελεί τον πυρήνα του λατινοαμερικάνικου δομισμού και τον προάγγελο για τη θεωρία εξάρτησης. Η θεωρία του Prebisch προέβαλε ως μια αισιόδοξη θεωρία σε σχέση με τη θεωρία εξάρτησης. Ο Νότος, σύμφωνα με την άποψή του, είχε τη δυνατότητα να προσεγγίσει το επίπεδο ανάπτυξης των χωρών του Βορρά μέσω της εκβιομηχάνισης, του προστατευτισμού, της στήριξης του κράτους.
Εκβιομηχάνιση υποκατάστασης των εισαγωγών
Μεταξύ της δεκαετίας του 1950 και του 1980, οι χώρες της Λατινικής Αμερικής επεδίωξαν την υποκατάσταση των εισαγωγών ως αναπτυξιακή στρατηγική (Rodrigues, 2010). Εφαρμόστηκε ένα σύνολο πολιτικών με στόχο την ανάπτυξη ενός εσωτερικού μεταποιητικού τομέα. Ένα κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής αυτής ήταν η παροχή υψηλών επιπέδων προστασίας στους εγχώριους παραγωγούς, κλείνοντας σε μεγάλο βαθμό αυτές τις οικονομίες στο διεθνές εμπόριο. Παρά τις προσπάθειες αυτές, οι περισσότερες χώρες της περιοχής δεν μπόρεσαν να κερδίσουν σημαντικό έδαφος σε σχέση με τις βιομηχανικά ηγέτιδες χώρες. Το 1950, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Λατινικής Αμερικής ήταν 27% αυτού των Η.Π.Α.. Tο 1980, ο αριθμός αυτός ήταν 29%.
Η ιδέα της υποκατάστασης των εισαγωγών προέκυψε λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πολλοί οικονομολόγοι πίστευαν ότι οι προοπτικές των αναπτυσσόμενων χωρών να επιτύχουν οικονομική ανάπτυξη μέσω του εμπορίου ήταν μικρές (Irwin, 2021). Σε γενικές γραμμές, οι υποστηρικτές της υποκατάστασης των εισαγωγών υπογράμμιζαν ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να αποθαρρύνουν τις εισαγωγές μεταποιημένων προϊόντων, προκειμένου να προωθήσουν τις εγχώριες βιομηχανίες και να μειώσουν την εξάρτησή τους από το εξωτερικό εμπόριο.
Η υποκατάσταση των εισαγωγών συχνά μετριέται με μια αλλαγή στην αναλογία των εισαγωγών προς τη συνολική διαθεσιμότητα (εισαγωγές συν εγχώρια παραγωγή) ενός μεμονωμένου προϊόντος ή κατηγορίας προϊόντων (Bruton, 1989). Εάν αυτή η αναλογία πέσει με την πάροδο του χρόνου, τότε λέγεται ότι πραγματοποιείται υποκατάσταση εισαγωγών στον συγκεκριμένο τομέα. Αυτό συνέβη, φυσικά, για πολλές δραστηριότητες σε πολλές χώρες, και ταυτόχρονα οι συνολικές εισαγωγές ως ποσοστό του συνολικού ΑΕΠ δεν μειώθηκαν και συχνά αυξήθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι η δομή της οικονομίας, που ορίζεται ως η σύνθεση της παραγωγής, αλλάζει επειδή ορισμένα προϊόντα που είχαν εισαχθεί προηγουμένως δεν εισάγονται πλέον στην ίδια ποσότητα, ενώ η συνολική ζήτηση για εισαγωγές ως ποσοστό του εισοδήματος είναι γενικά αμετάβλητη. Η ιδέα είναι ότι με την αντικατάσταση των εισαγωγών ορισμένων εμπορευμάτων από την εγχώρια παραγωγή, η οικονομία θα τροποποιηθεί τόσο ώστε θα αρχίσει να είναι πιο ανεξάρτητη, πιο ανθεκτική, πιο διαφοροποιημένη και πιο ικανή να παράγει αυξανόμενη ευημερία ως θέμα ρουτίνας. Η αντικατάσταση των εισαγωγών ορισμένων μεμονωμένων προϊόντων από την εγχώρια παραγωγή τους είναι, επομένως, ένα μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού και όχι αυτοσκοπός.
Συγκεκριμένα, η παραδοσιακή περίπτωση του ελεύθερου εμπορίου θεωρήθηκε ότι βασίζεται σε ένα στατικό μοντέλο τέλειου ανταγωνισμού, χρησιμοποιώντας νεοκλασικές υποθέσεις που δεν ήταν εφαρμόσιμες στις αναπτυσσόμενες χώρες (Prebisch, 1950). Για παράδειγμα, η θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, πίστευαν, υπονοούσε ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες θα εγκλωβίζονταν σε ένα μειονεκτικό μοτίβο εξειδίκευσης και εμπορίου -εξαγωγή πρωτογενών εμπορευμάτων σε αντάλλαγμα για εισαγωγές βιομηχανικών αγαθών- που θα τις κρατούσε φτωχές και από τις οποίες θα ποτέ μην ξεφύγεις. Ο κύριος δρόμος προς την ανάπτυξη θεωρήθηκε ως η εκβιομηχάνιση, και η εξειδίκευση στο εμπόριο θεωρήθηκε ότι εμποδίζει τις αναπτυσσόμενες χώρες να δημιουργήσουν μια μεταποιητική βάση. Επιπλέον, όπως υποστήριξαν περίφημα οι Prebisch και Singer, οι εξαγωγείς πρωτογενών προϊόντων θα βιώσουν μια κοσμική πτώση στους όρους εμπορίου τους, αναγκάζοντάς τους να εξάγουν όλο και περισσότερες με αντάλλαγμα ολοένα και λιγότερες εισαγωγές. Επιπλέον, πίστευαν ότι οι τιμές της αγοράς δεν θα παρήγαγαν τη σωστή κατανομή των πόρων, επειδή οι υψηλοί μισθοί στη μεταποίηση (σε σύγκριση με τη γεωργία και τους πρωτογενείς τομείς) σήμαιναν ότι η βιομηχανία θα ήταν «πολύ μικρή» σε σχέση με το κοινωνικό βέλτιστο (Hagen, 1958). Ως αποτέλεσμα, θα χρειαζόταν εκτεταμένη κρατική παρέμβαση για την αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων και την κινητοποίηση του κεφαλαίου που απαιτείται για την οικονομική ανάπτυξη. Περιγράφοντας την αντικατάσταση των εισαγωγών βιομηχανικών αγαθών με την εγχώρια παραγωγή τέτοιων αγαθών, ο όρος υποκατάσταση εισαγωγής ήταν τόσο περιγραφικός όσο και περιοριστικός: ήταν ταυτόχρονα μια παρατήρηση του τι θα συνέβαινε καθώς μια χώρα σταδιακά αποκτούσε την ικανότητα να παράγει βιομηχανικά προϊόντα και μια συνταγή για το τι θα έπρεπε να συμβεί με τις κατάλληλες κυβερνητικές πολιτικές. Βέβαια, η υποκατάσταση των εισαγωγών διαφέρει από την ιδέα ότι ο σκόπιμος περιορισμός των εισαγωγών θα μπορούσε να προωθήσει την ανάπτυξη.
Σύμφωνα με τον Winston (1967), η υποκατάσταση των εισαγωγών που προκαλείται από αυτές τις μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές απέχει πολύ από την υποκατάσταση των εισαγωγών που μπορεί να προκληθεί από μια πολιτική στενά αδειοδοτημένων εισαγωγών υπό συναλλαγματικές ισοτιμίες ανισορροπίας, και είναι πολύ απίθανο η σχετική αύξηση της εγχώριας παραγωγής υπό αυτές τις δύο πολύ διαφορετικές συνθήκες να είχε τις ίδιες επιπτώσεις στην ανάπτυξη μιας χώρας. Εν ολίγοις, η υποκατάσταση των εισαγωγών μπορεί πάντα να συνοδεύει την οικονομική ανάπτυξη, ωστόσο μια πολιτική που προσπαθεί να αναγκάσει την υποκατάσταση των εισαγωγών μπορεί να έχει επιπτώσεις που πνίγουν την ανάπτυξη. Ο Chenery (1955) παρατήρησε ότι «η εκβιομηχάνιση συνίσταται κυρίως στην υποκατάσταση της εγχώριας παραγωγής μεταποιημένων προϊόντων από τις εισαγωγές». Έκανε αυτή τη δήλωση ως πραγματικό ζήτημα, όχι ως κάτι που πρέπει να υποστηριχθεί. Παρατήρησε ότι η υποκατάσταση των εισαγωγών θα γινόταν καθώς μια χώρα αναπτυσσόταν και το συγκριτικό της πλεονέκτημα άλλαζε, αλλά ήταν ασαφές σχετικά με το εάν θα έπρεπε να εφαρμοστούν κυβερνητικές πολιτικές για την προώθηση αυτής της διαδικασίας. Αργότερα παραδέχτηκε ότι υποστήριξε την προσεκτική υποστήριξη για ορισμένους τύπους πολιτικών υποκατάστασης εισαγωγών υπό ορισμένες διαρθρωτικές συνθήκες.
Οι νεομαρξιστικές θεωρίες
Από τους βασικούς εκφραστές ήταν ο Μαρξιστής οικονομολόγος Paul Baran (1968) o οποίος προσπάθησε να ερμηνεύσει τη θέση των χωρών του τρίτου κόσμου με βάση την Μαρξιστική θεωρία. Υποστήριζε ότι η διαδικασία εκμετάλλευσης των αναπτυσσομένων χωρών από τη Δύση ξεκίνησε με την αποικιοκρατία και συνεχίστηκε με άλλα μέσα, και ότι η Δύση κρατά τις χώρες του τρίτου κόσμου υπανάπτυκτες ώστε να εκμεταλλεύεται τις φθηνές πρώτες ύλες και επιχειρηματικές ευκαιρίες. Τη δεκαετία του 1950, η Οικονομική Επιτροπή των Η.Ε για την Λατινική Αμερική (ECLA) επηρεάστηκε από τις θεωρίες αυτές και προώθησε πολιτικές υποκατάστασης εισαγωγών.
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο και ιστορικό της οικονομίας Gunder Frank, η υπανάπτυξη των χωρών του τρίτου κόσμου είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής διείσδυσης και όχι της προσκόλλησης στην παράδοση (Gills & Manning, 2012). Ο τρίτος κόσμος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλιστικού συστήματος και χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν οι χώρες της Δύσης. Οι χώρες του πρώτου κόσμου διαστρέβλωσαν τις οικονομίες των χωρών του τρίτου κόσμου και τις ανάγκασαν να εξυπηρετούν τις ανάγκες της Δύσης και μετά το τέλος της αποικιοκρατίας: κατέστρεψαν τις τοπικές οικονομίες, τις ανάγκασαν να παράγουν για εξαγωγή (κυρίως αγροτικά προϊόντα), μονοπώλια έθεσαν υπό των έλεγχο τους ζωτικούς τομείς (π.χ. ορυχεία), επέβαλαν άνισους όρους ανταλλαγής.
Ακόμα, ο Gunder Frank υποστηρίζει ότι τόσο η ανάπτυξη όσο και η υπανάπτυξη είναι αποτέλεσμα εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού (Sanderson, 2013). O καπιταλισμός τρέφεται από την ιδιοποίηση του οικονομικού πλεονάσματος και των πόρων των χωρών του τρίτου κόσμου. H υπεραξία δημιουργείται μέσω του εμπορίου – υπάρχει πόλωση του καπιταλιστικού συστήματος σε μητροπολιτικό κέντρο και δορυφόρους ενώ υπάρχει και ένας μικρός αριθμός ενδιάμεσων χωρών. Οι σχέσεις μητρόπολης-δορυφόρων αναπτύσσονται τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και στο εσωτερικό των χωρών του τρίτου κόσμου. Τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης του τρίτου κόσμου ταυτίζονται με της μητρόπολης. Ενώ εκμεταλλεύεται τη δική της εργατική τάξη, ταυτόχρονα υπόκειται σε εκμετάλλευση από τη μητρόπολη. Η εγχώρια αστική τάξη δεν είναι σε θέση να οδηγήσει τη χώρα της σε ανάπτυξη. Για να υπάρξει ανάπτυξη, θα πρέπει οι χώρες αυτές να αποκοπούν από το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Το ασιατικό οικονομικό «θαύμα»
Από το 1965 έως το 1990, οι 23 οικονομίες της Ανατολικής Ασίας αναπτύχθηκαν ταχύτερα από εκείνες όλων των άλλων περιοχών (Page, 1994). Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του επιτεύγματος αποδίδεται στη φαινομενικά «θαυματουργή» («the east asian miracle») ανάπτυξη σε μόλις οκτώ ασιατικές οικονομίες με υψηλές επιδόσεις, εκτός της Ιαπωνίας. Αποτελείτο από τις «τέσσερις τίγρεις»: Χονγκ Κονγκ, Δημοκρατία της Κορέας, Σιγκαπούρη και Ταϊβάν και τις τρεις πρόσφατα βιομηχανοποιημένες οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας: της Ινδονησίας, της Μαλαισίας και της Ταϊλάνδης. Η συνύπαρξη ακτιβιστικών δημόσιων πολιτικών και η ταχεία ανάπτυξη σε ορισμένες από τις οικονομίες της Ανατολικής Ασίας -ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, την Κορέα, τη Σιγκαπούρη και την Ταϊβάν- έχει εγείρει περίπλοκα και αμφιλεγόμενα ερωτήματα σχετικά με τη σχέση μεταξύ κυβέρνησης, ιδιωτικού τομέα και αγοράς.
Οι παράγοντες που ευνόησαν τους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης μπορούν να συνοψιστούν παρακάτω (McCord, 1989; Quibria, 2002, σύμφωνα επίσης και με την Παγκόσμια Τράπεζα (1993):
Ο πιο κρίσιμος παράγοντας που οδήγησε στη θαυματουργή διαδικασία, τόσο της ανάπτυξης όσο και της μείωσης της φτώχειας, ήταν το άνοιγμα αυτών των χωρών στο εμπόριο και την τεχνολογία. Το άνοιγμα τις βοήθησε να ξεπεράσουν τους περιορισμούς των εγχώριων αγορών, παρείχε νέες οικονομικές δυνατότητες για αξιοποίηση στις διεθνείς αγορές, δημιούργησε ανταγωνιστικές πιέσεις στην εγχώρια οικονομία και επέτρεψε την πρόσβαση στη νέα τεχνολογία, μέσω των εισαγωγών νέων μηχανημάτων και εξοπλισμού.
Το οικονομικό άνοιγμα είναι σε μεγάλο βαθμό άκαρπο εκτός εάν συμπληρωθεί από άλλους παράγοντες, όπως η μακροοικονομική σταθερότητα, η ευελιξία της αγοράς εργασίας και η χρηστή οικονομική διακυβέρνηση. Αυτοί οι τελευταίοι πρωταρχικοί παράγοντες μαζί βοήθησαν στη δημιουργία ενός εγχώριου οικονομικού περιβάλλοντος που ενθάρρυνε παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές οι οικονομίες είχαν αυταρχικά καθεστώτα με απομονωμένη γραφειοκρατία. Αν και αυτοί οι θεσμοί μπορεί να μην έχουν προωθήσει πολλές πολιτικές και ατομικές ελευθερίες, φαίνεται ότι ήταν χρήσιμες για την προώθηση της αποτελεσματικής οικονομικής διακυβέρνησης και τη διατήρηση της αξιοπιστίας των πολιτικών και της θεσμικής σταθερότητας.
Οι εξωστρεφείς πολιτικές δημιούργησαν έναν ενάρετο κύκλο συσσώρευσης και αφομοίωσης. Η ταχεία συσσώρευση κεφαλαίων και η απόκτηση νέας τεχνολογίας συμβαδίζουν με τη διαμόρφωση νέων δεξιοτήτων. Τα νέα μηχανήματα και ο εξοπλισμός που αποκτήθηκε μέσω των εισαγωγών θα ήταν σε μεγάλο βαθμό άχρηστος, εάν δεν συμπληρωνόταν από τις απαιτούμενες δεξιότητες. Οι νέες αυξήσεις ζήτησης και προσφοράς, που ο εξωτερικός προσανατολισμός βοήθησε στη δημιουργία, διευκόλυναν τη διαδικασία διαμόρφωσης δεξιοτήτων. Αφενός, οι εξαγωγικές πολιτικές βοήθησαν στην αύξηση των επιπέδων εισοδήματος των οικονομιών, γεγονός που με τη σειρά του αύξησε τόσο τις ιδιωτικές όσο και τις δημόσιες επενδύσεις στην εκπαίδευση. Από την άλλη πλευρά, η διαθεσιμότητα νέας τεχνολογίας οδήγησε σε νέες πιέσεις στο εργατικό δυναμικό να αναβαθμίσει τις δεξιότητές του για να ανταποκριθεί στις εξελισσόμενες απαιτήσεις της νέας τεχνολογίας. Επιπλέον, η οικονομική επιτυχία αυτών των οικονομιών οδήγησε σε αυξανόμενες προσδοκίες για διεθνή ανταγωνιστικότητα που συνοδεύτηκε από μεγαλύτερες απαιτήσεις για νέες και εξελιγμένες δεξιότητες.
Ευνοϊκές αρχικές συνθήκες, όπως υψηλό μορφωτικό επίπεδο, δίκαιη κατανομή εισοδήματος και περιουσιακών στοιχείων, και ένας δυναμικός αγροτικός τομέας, δεν υπήρχαν σε όλες τις υπό μελέτη οικονομίες στον ίδιο βαθμό, ούτε υποβλήθηκαν όλες σε μια καταστροφική διαδικασία συνολικής μεταρρύθμισης της γης. Επομένως, αυτοί δεν ήταν οι κύριοι παράγοντες που ξεκίνησαν τη γρήγορη διαδικασία ανάπτυξης, αλλά στο βαθμό που υπήρχαν αυτές οι ευνοϊκές αρχικές συνθήκες, θα μπορούσαν να βοηθήσουν να γίνει η διαδικασία ανάπτυξης πιο δίκαιη ή ακόμη και να την ενίσχυαν.
Η βιομηχανική πολιτική σίγουρα δεν ήταν κοινό χαρακτηριστικό όλων των οικονομιών αυτών. Οι χώρες που το άσκησαν πέτυχαν σε ορισμένους τομείς, αλλά όχι σε άλλους. Ο συνολικός αντίκτυπος της βιομηχανικής πολιτικής στην ανάπτυξη τελικά μάλλον παραμένει ασαφής.
Επίλογος
Συνεπώς, εξετάζοντας τις διαφορετικές αναπτυξιακές στρατηγικές που ακολούθησαν οι χώρες της Αφρικής, της Ανατολικής Ασίας και της Λατινικής Αμερικής γίνεται αντιληπτό ότι η ανάπτυξη των χωρών του τρίτου κόσμου παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες, οπότε και κρίνεται αναγκαία η υιοθέτηση στοχευμένων πολιτικών με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό. Συγκρίνοντας τις στρατηγικές αυτές, καταλήγουμε στο ότι μάλλον η πιο συνετή επιλογή για την ανάπτυξη ενός κράτους είναι η επικέντρωση στην εξαγωγή κυρίως βιομηχανικών αγαθών, οι όροι εμπορίου των οποίων φαίνεται να αυξάνονται διαχρονικά, σε αντίθεση με τα αγροτικά προϊόντα. Ακόμα, η υποκατάσταση των εισαγωγών πρέπει να έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και όχι να είναι αυτοσκοπός.
Η κρατική παρέμβαση που εφαρμόστηκε τόσο στις χώρες της Ανατολικής Ασίας όσο και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, διέφερε σε δύο σημεία: α) Οι κυβερνήσεις των χωρών της Ανατολικής Ασίας επεδίωκαν κυρίως την ενίσχυση των εξαγωγικών βιομηχανιών. Το μοντέλο ενίσχυσης των εξαγωγών ενίσχυε ένα μικρό αριθμό κρίσιμων βιομηχανιών που ήταν οι περισσότερο παραγωγικές, ενώ β) οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, που υιοθέτησαν την εκβιομηχάνιση των οικονομιών τους με στόχο την υποκατάσταση των εισαγωγών, επιδίωξαν την οικοδόμηση βιομηχανικής βάσης για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης. Το αναπτυξιακό μοντέλο της εκβιομηχάνισης και υποκατάστασης των εισαγωγών προστάτευε όλες τις εγχώριες βιομηχανίες.
Τέλος, οι θεωρητικοί της θέσης Prebisch-Singer πιστεύουν ότι οι νεο-βιομηχανοποιημένες οικονομίες δεν κατάφεραν να περιορίσουν την εξάρτησή τους από τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Σύμφωνα με τη θεώρησή τους, οι νεο-βιομηχανοποιημένες οικονομίες είχαν αναρριχηθεί στην ημιπεριφέρεια και αποτελούσαν πιο προχωρημένα παραδείγματα εξαρτημένης ανάπτυξης.
Βιβλιογραφία
Baran, P. A. (1968). Political Economy of Growth. Monthly Review Press.
Bruton, H. (1989). Import substitution. In Chenery, H. & Srinivasan, T. N. (Eds.). Handbook of Development Economics, Vol. 2 (pp. 1601-1644), North-Holland. DOI: 1601-1644. 10.1016/S1573-4471(89)02017-6
Chenery, H. (1955). The Role of Industrialization in Development Programs. The American Economic Review, 45(2), 40-57. Retrieved from here.
Cuddington, J. T., Ludema, R. & Jayasuriya, S. A. (2002). Prebisch-Singer Redux. Office of Economics Working Paper, US International Trade Commission. Retrieved from here.
Gills, B. K., & Manning, P. (2012). Andre Gunder Frank and Global Development: Visions, Remembrances, and Explorations. Routledge.
Hagen, E. (1958). An Economic Justification of Protectionism. The Quarterly Journal of Economics, 72(4), 496-514. DOI: 10.2307/1884333
Irwin, D. (2021). The rise and fall of import substitution. World Development, 139. DOI: 10.1016/j.worlddev.2020.105306
McCord, W. (1989). Explaining the East Asian “Miracle”. The National Interest, 16, 74-82. Retrieved from here.
Nafziger, E. W. (2012). Economic Development. Cambridge University Press.
Page, J. (1994). The East Asian Miracle: Four Lessons for Development Policy. NBER Macroeconomics Annual 1994, 9, 219-281. Retrieved from here.
Prebisch, R. (1950). The Economic Development of Latin America and its Principal Problems. Economic Commission for Latin America. Retrieved from here.
Quibria, M. G. (2002). Growth and Poverty: Lessons from the East Asian Miracle Revisited. Asian Development Bank Institute Research Paper No. 33. Retrieved from here.
Rodrigues, M. (2010). Import substitution and economic growth. Journal of Monetary Economics, 57(2), 175-188. DOI: 10.1016/j.jmoneco.2009.12.004
Sanderson, S. K. (2013). Sociological Worlds: Comparative and Historical Readings on Society. Routledge.
Singer, H. W. (1953). Obstacles to Economic Development. Social Research, 20(1), 19-31. Retrieved from here.
The East Asian Miracle: Economic Growth and Public Policy (1993). World Bank, Oxford University Press. Retrieved from here.
Winston, G. (1967). Notes on the Concept of Import Substitution. Pakistan Institute of Development Economics, 7(1), 107-117. Retrieved from here.
H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.