Πηγή εικόνας: εδώ [Sign art by Julie Devine, Photography by Marc Nozell via Flickr]
Της Βαρβάρας Τσιρογιάννη, μέλους της Ομάδας Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Ζητημάτων
Πρόλογος
Η πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει το φαινόμενο της σύγχρονης καταπίεσης των θηλυκοτήτων, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται μέσα από γνωστοποιημένα συμβάντα κακοποίησης ή άνισης μεταχείρισης και από αγώνες ομάδων και συλλογικοτήτων, επαναφέρει στον ακαδημαϊκό και δημόσιο διάλογο τη διαθεματικότητα ως θεωρία ανάλυσης και πρακτική επίλυσής του. Το φεμινιστικό κίνημα φαίνεται να αναζωπυρώνεται ιδιαίτερα και, με τη συμβολή των νέων μέσων, τίθεται υπό εξέταση το αν τελικά το ψηφιακό περιβάλλον ενισχύει το εγχείρημα της αναγνώρισης των πολλαπλά βιωμένων ανισοτήτων ή αναπαράγει και ενδυναμώνει τις τελευταίες. Στην παρούσα ανάλυση θα γίνει αναδρομή στις βασικές θέσεις του διαθεματικού φεμινισμού, οι οποίες υπογραμμίζουν τον επίκαιρο χαρακτήρα του, και στη συνέχεια θα ερευνηθεί ο βαθμός στον οποίο ο χώρος του διαδικτύου αναστέλλει ή μη τις διαθεματικές προσεγγίσεις.
Κατανοώντας τη διαθεματικότητα
Σύμφωνα με το Oxford Learner’s Dictionary, ως διαθεματικότητα ορίζεται «η αλληλένδετη φύση των κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων όπως η φυλή, η τάξη και το φύλο που θεωρείται ότι δημιουργούν αλληλεπικαλυπτόμενα και αλληλεξαρτώμενα συστήματα διάκρισης και μειονεκτημάτων». Εντούτοις, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταται ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός. Η διαθεματικότητα ως όρος αποδίδεται ιστορικά στην Kimberly Crenshaw και συνδέεται άμεσα με το Μαύρο Φεμινιστικό Κίνημα (Ζαββού, 2021). Στην ουσία αποτελεί κριτική απέναντι στο λευκό φεμινισμό του 1ου και 2ου φεμινιστικού κύματος, και δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι συνιστά τη μεγαλύτερη προσφορά της φεμινιστικής θεωρίας στις κοινωνικές σπουδές.
Η διαθεματική φεμινιστική προσέγγιση επιχειρεί να φανερώσει τις διαφορετικές εμπειρίες έμφυλης βίας. Συγκεκριμένα, εξετάζει αφενός τον τρόπο με τον οποίο οι πολλαπλές πτυχές της ταυτότητας (π.χ. φύλο, φυλή, κοινωνική τάξη, σεξουαλικότητα, αρτιμέλεια) τοποθετούν τα υποκείμενα, εν προκειμένω τις γυναίκες, μέσα στο «πλέγμα κυριαρχίας», και αφετέρου τα μειονεκτήματα ή τα προνόμια που η θέση αυτή συνεπάγεται (Ζαββού, 2021). Στην πραγματικότητα, για τους εκπροσώπους της διαθεματικής σχολής, οι κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις δεν υφίστανται ανεξάρτητα, αντιθέτως αλληλεπιδρούν με τους θεσμούς και τους μηχανισμούς εξουσίας δημιουργώντας συγκοινωνούντα συστήματα καταπίεσης. Κατά την Matsuda (1991), ένας απλός τρόπος για να κατανοήσει κανείς τη διασύνδεση όλων των μορφών καθυπόταξης είναι «το να θέτει το άλλο ερώτημα», δηλαδή «όταν γίνεται λόγος για τον ρατσισμό να ρωτάει κανείς «πού εντοπίζεται η πατριαρχική αντίληψη σε αυτόν;», όταν γίνεται λόγος για τον σεξισμό να ρωτά κανείς ακόμη «που εντοπίζεται ο ετεροσεξισμός σε αυτόν;», όταν γίνεται λόγος για την ομοφοβία να ρωτά κανείς «που εντοπίζεται η ταξικότητα σε αυτήν;«». Αξίζει να επισημανθεί πως το επίδικο της διαθεματικότητας δεν είναι μόνο να προσδιορίσει ποια άτομα ή κοινωνικές ομάδες είναι περισσότερο περιθωριοποιημένες σε ένα συγκριτικό πλαίσιο ανάλυσης, αλλά κυρίως το πώς μορφές συστημικής βίας διαφαίνονται στην πραγματικότητα ως αλληλένδετες και έμφυλα, φυλετικά και ταξικά προσδιορισμένες.
Επιπρόσθετα, η διαθεματική σκέψη επισημαίνει την αναποτελεσματικότητα οποιουδήποτε μονοδιάστατου μέτρου/μηχανισμού να αντιμετωπίσει την κοινωνική αδικία (Crenshaw, 1989). Πέραν αυτού, ορισμένοι θεωρητικοί αμφισβητούν εν γένει την ικανότητα των υφιστάμενων θεσμών και δομών να επιληφθούν του ζητήματος, υπό την έννοια ότι αποτελούν καταρχήν εκφραστές και συμμέτοχοι του «καθεστώτος ανισότητας». Ειδικότερα, η θέση αυτή αποτυπώνεται στο πλαίσιο της από-αποικιακής και μετά-αποικιακής κριτικής, όπου η διαθεματικότητα έρχεται να λειτουργήσει ως εργαλείο αναγνώρισης και αποδόμησης των θεσμών εκείνων της αποικιοκρατίας που (ανα)παράγουν την έμφυλη-ρατσιστική βία. Παράλληλα, με αφορμή τα σύγχρονα προσφυγικά και μεταναστευτικά κύματα, η διαθεματική προβληματική εισχωρεί και στις πολιτισμικές σπουδές, αναδεικνύοντας την πολύ-ασθένεια του έθνους-κράτους και της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, αλλά και «τη δυνατότητα αντίστασης στις δυναμικές κατασκευής ετερότητας στον σύγχρονο μετά-αποικιακό κόσμο οι οποίες δημιουργούνται μέσω της φυλετικοποίησης, της μειονοτοποίησης και της οριενταλοποίησης» (Ζαββού, 2021). Κατορθώνει, με αυτόν τον τρόπο, να καταρρίψει ταυτόχρονα αντιλήψεις που προσδιορίζουν τις γυναίκες του αναπτυσσόμενου κόσμου ως «παραδοσιακές» ή και «παθητικά θύματα» και να επισημάνει την αυξημένη ευαλωτότητα που συνεπάγεται η «in transit» ταυτότητα για τις θηλυκότητες σε μια «νεωτερικότητα χωρίς σύνορα» (La Barbera, 2012).
Η επίδραση των ψηφιακών μέσων στη διαθεματικότητα
Έχει αναφερθεί πολλές φορές στο παρελθόν πως η έμφυλη ανισότητα αποτυπώνεται και στον ψηφιακό κόσμο. Αναλυτικότερα, όσον αφορά τον ενήλικο πληθυσμό, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών, περισσότερο από το 50% των γυναικών διεθνώς δεν διαθέτουν σύνδεση στο διαδίκτυο, ενώ 393 εκατομμύρια γυναίκες του αναπτυσσόμενου κόσμου δεν κατέχουν κινητές συσκευές. Επιπλέον, οι γυναίκες σημειώνουν υψηλότερα ποσοστά ψηφιακού αναλφαβητισμού, ο οποίος σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο εκπαίδευσης που λαμβάνουν. Για παράδειγμα, στην Αφρικανική και Ασιατική ήπειρο εκτιμάται ότι οι γυναίκες που έχουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι 6 φορές πιθανότερο να συνδέονται στο διαδίκτυο απ’ ό,τι όσες έχουν μόνο πρωτοβάθμια ή και κατώτερη εκπαίδευση. Επιπλέον, το 52% των νέων γυναικών δηλώνουν πως έχουν υποστεί κάποια μορφή ψηφιακής κακοποίησης, ενώ το 90% της παιδικής πορνογραφίας που κυκλοφορεί διαδικτυακά περιλαμβάνει εικόνες κοριτσιών. Τέλος, μια σημαντική μερίδα των θυμάτων δεν απευθύνεται στις αρχές, επικαλούμενες λόγους όπως «δεν αξίζει» και «οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν νοιάζονται» (Tyers-Chowdhury & Binder, 2022).
Αναφορικά με την προώθηση της διαθεματικότητας μέσω των ψηφιακών εργαλείων, ένα μέρος των αναλυτών υποστηρίζει πως τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να ενισχύσουν το δημόσιο διάλογο. Δεδομένου ότι το διαδίκτυο εξαλείφει τις αποστάσεις, κρίνουν ότι δίνεται η ευκαιρία σε γυναίκες με διαφορετικό κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό υπόβαθρο να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να μοιραστούν τα βιώματά τους και εν συνεχεία να εμβαθύνουν στις προσωπικές τους στερεοτυπικές αντιλήψεις για τις «άλλες», που ενδεχομένως να είναι εξίσου επιζήμιες και προσβλητικές με αυτές που οι ίδιες έρχονται αντιμέτωπες στο δικό τους περιβάλλον. Μέσα από συζητήσεις σε πλατφόρμες, ψηφιακές εκστρατείες ενημέρωσης και τη δημιουργία περιεχομένου δύναται να δοθεί λύση στο πρόβλημα εφαρμογής της διαθεματικής προσέγγισης στην πράξη. Σε αυτή τη διαδικασία εντοπίζουν τα θεμέλια ενός ισχυρότερου δια-εθνικού φεμινιστικού κινήματος (Thelandersson, 2014).
Ωστόσο, καταγράφονται αρκετές επιφυλάξεις αναφορικά με τη συμβολή των νέων μέσων στην ενδυνάμωση της διαθεματικής σκοπιάς. Λαμβάνοντας υπόψη το ρόλο του μεσολαβητή που έχει διαδραματίσει ο κόσμος των celebrities στην αναθέρμανση του φεμινιστικού κινήματος, ένα καίριο ζήτημα που προκύπτει είναι το πώς αρθρώνεται και αναπαρίσταται αυτός ο φεμινιστικός λόγος. Η Akane Kanai (2020), για παράδειγμα, προβληματίζεται σχετικά με τους τρόπους που η pop κουλτούρα, σε συνδυασμό με τις νεοφιλελεύθερες ιδέες της «τελειότητας» και της «αυτοπραγμάτωσης» και τα κυρίαρχα καταναλωτικά πρότυπα που διοχετεύονται και αναπαράγονται μέσω του διαδικτύου, επιδρούν στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων γυναικών που παράλληλα προσπαθούν να υιοθετήσουν διαθεματικές προσεγγίσεις. Φαίνεται πως, σε έναν βαθμό, τα κοινωνικά δίκτυα λειτουργούν σαν ένας άλλος επιτηρητής και θιασώτης μιας ηγεμονεύουσας αντίληψης για τη γυναίκα ως ταυτότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η διαθεματικότητα απομακρύνεται από τον συλλογικό και κινηματικό της προσανατολισμό, υπό την επικράτηση μιας λογικής εντεταγμένης αυτοπειθαρχίας, αυτοπαρακολούθησης, αυτοπαρουσίασης και αυτοβελτίωσης (Kanai, 2015).
Επίλογος
Η διαθεματική προσέγγιση, εξαιτίας της πολυπρισματικής λειτουργίας της, φωτίζει τις περιθωριοποιημένες και αλληλεπικαλυπτόμενες ταυτότητες των ατόμων, προσφέροντας ένα πλαίσιο αποκωδικοποίησης της συνθετότητας των διακρίσεων. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή της σε άλλα επιστημονικά πεδία πέραν των σπουδών φύλου συμβάλλει σε μια πιο ενδελεχή μελέτη των αιτιών της έμφυλης βίας, οι οποίες πλέον εντοπίζονται σε πολλαπλά επίπεδα (διαπροσωπικό, θεσμικό, ιδεολογικό, διαπολιτισμικό), όπως επίσης και στην ανακατεύθυνση των δράσεων αντιμετώπισης του φαινομένου. Ως προς το τελευταίο σημείο, υποστηρίζεται σήμερα ότι το διαδίκτυο, παρέχοντας χώρο, χρόνο, πληροφορίες και βήμα στα υποκείμενα, έρχεται να ενδυναμώσει τις εν λόγω προσπάθειες. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια επικρατούσα αντίληψη. Διατυπώνονται δηλαδή και ενδοιασμοί για το αν τα ψηφιακά μέσα πράγματι συνδράμουν στη διάδοση της διαθεματικότητας ως θεωρίας και καθημερινής πρακτικής.
Εν κατακλείδι, η Kimberly Crenshaw κάποτε είπε το εξής: «αν δεν μπορείς να δεις ένα πρόβλημα, δεν μπορείς να το λύσεις». Η διαθεματικότητα ως αναλυτικό εργαλείο προσπαθεί, αν μη τι άλλο, αυτό ακριβώς: να κάνει ορατά, αόρατα ζητήματα και να ερευνά τους λόγους που αυτά παραμένουν στο σκοτάδι. Όσον αφορά στη συνδρομή του ψηφιακού περιβάλλοντος στην εφαρμογή της ή μη, οι απόψεις διίστανται επομένως μάλλον μένει να αποδειχθεί προσεχώς.
Βιβλιογραφία
Ζαββού, Α., (2021). Η φεμινιστική προβληματική της διαθεματικότητας. The Greek Review of Social Research, 156, 56-86. DOI: 10.12681/grsr.25947
Community Course on Intersectionality: Πράξη Πρώτη (2019). Feminist Autonomous Center for Research. Retrieved from here.
Crenshaw, K. (1989). Demarginalising the intersection of race and sex: A black feminist critique of antidiscrimination doctrine, feminist theory and antiracist politics. University of Chicago Legal Forum, 1(8), 139-167. Retrieved from here.
Intersectionality (n.d.). Oxford Learner’s Dictionary. Retrieved from here.
Kanai, A. (2015). Thinking beyond the Internet as a Tool: Girls’ Online Spaces as Postfeminist Structures of Surveillance. In J. Bailey & V. Steeves (Eds.). eGirls, eCitizens: Putting Technology, Theory and Policy into Dialogue with Girls’ and Young Women’s Voices (pp. 84-106). University of Ottawa Press. Retrieved from here.
Kanai, A. (2020). Between the perfect and the problematic: everyday femininities, popular feminism, and the negotiation of intersectionality. Cultural Studies, 34(1), 25-48. DOI: 10.1080/09502386.2018.1559869
La Barbera, M. (2012). Intersectional Gender and the Locationality of Women “in transit”. In Bonifacio, G. T. (Ed.). Feminism and Migration: Cross-cultural engagements (pp. 17-31). Springer. Retrieved from here.
Matsuda, M. (1991). Beside My Sister, Facing the Enemy: Legal Theory out of Coalition. Stanford Law Review, 43(6), 1183-1192. DOI: 10.2307/1229035
Thelandersson, F. (2014). A Less Toxic Feminism: Can the Internet Solve the Age Old Question of How to Put Intersectional Theory into Practice?. Feminist Media Studies, 14(3), 527-530. DOI: 10.1080/14680777.2014.909169
Tyers-Chowdhury, A., & Binder, A. (2022). What we know about the gender digital divide for girls: A literature review. UNICEF Gender and Innovation – Evidence briefs – Insights into the gender digital divide for girls. Retrieved from here
H SAFIA (Student Association For International Affairs) δεν υιοθετεί ως Οργανισμός πολιτικές θέσεις. Οι απόψεις που δημοσιεύονται στο The SAFIA Blog αποδίδονται αποκλειστικά στους συγγραφείς και δεν αντιπροσωπεύουν απαραίτητα τις απόψεις του Σωματείου, του Διοικητικού Συμβουλίου ή των κατά περίπτωση και καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνεργαζόμενων φορέων.